Με την αναμονή τελικών εκκαθαρίσεων των ειδικών φόρων που επιβλήθηκαν το 2022 στους «παίκτες» της αγοράς ενέργειας να είναι σε τελικό στάδιο καθώς «τρέχει» η διαδικασία της υποβολής φορολογικών δηλώσεων για την περσινή χρήση αποκαλυπτικές είναι αναφορές για τα επίπεδα κερδοφορίας των εταιρειών των ενεργειακών κλάδων. Όπως αναφέρει 

με αποκαλυπτικό τρόπο στην Έκθεσή του ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας «το  ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων σε ονομαστικούς όρους αυξήθηκε περαιτέρω στο 31,2% το εννεάμηνο του 2022 (από 26,2% την αντίστοιχη περίοδο του 2021). Η βελτίωση αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας κατά 26,3%, παρά την αύξηση του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας κατά 12,6%». 

«Ιδιαίτερα σημαντική συμβολή στο λειτουργικό πλεόνασμα είχαν οι επιχειρήσεις του ενεργειακού τομέα (π.χ. ΔΕΗ), στις οποίες σημειώθηκαν έντονες αυξήσεις τιμών και κερδών (προ της έκτακτης φορολόγησης των κερδών των ηλεκτροπαραγωγών), αλλά και οι επιχειρήσεις της εστίασης και των καταλυμάτων καθώς και της μεταποίησης, που κατέγραψαν σημαντική άνοδο της παραγωγής τους».

«Η κυβέρνηση αντιμετώπισε την ενεργειακή κρίση επιδοτώντας την ακατάσχετη κερδοσκοπία των ενεργειακών εταιρειών. Έχουμε ρεκόρ κερδοφορίας των εισηγμένων σε σχέση ακόμα και με την περίοδο Σημίτη. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς να ελέγξει την αγορά εν μέσω κρίση», επεσήμανε πριν λίγες μέρες σε εκδήλωση στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Χανίων ο πρώην υπουργός Ενέργειας και υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ στα Χανιά Γιώργος Σταθάκης. «Εφάρμοσε πολιτική, σύμφωνα με τη Eurostat, που έκανε τον μέσο μισθωτό να χάσει 20% του πραγματικού εισοδήματος του. Ευθύνεται για το πως κατένειμε τα βάρη στην κρίση».

Στο μεταξύ, σε μελέτη του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της ΓΣΕΒΕΕ με τίτλο «Επιπτώσεις του πληθωρισμού στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις», που υπογράφει ο Γιώργος Ιωαννίδης, από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. και στέλεχος του  του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου,  αναφέρεται ότι «υπάρχουν ενδείξεις πως οι εγχώριοι διανομείς ενέργειας αύξησαν τις τιμές περισσότερο από την αύξηση του κόστους παραγωγής». Όπως τονίζουν οι συντάκτες της μελέτης, που ωστόσο διατηρούν μια σχετική επιφυλακτικότητα , δεδομένου ότι η δομή της αγοράς ενέργειας στις χώρες της Ευρωζώνης παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις, «κατά το έτος 2021, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη η διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης ενέργειας των εγχώριων παραγωγών και της τιμής αγοράς που πληρώνουν οι τελικοί καταναλωτές ήταν 0,9%. 

Αυτό σημαίνει πως οι επιχειρήσεις εμπορίας ενέργειας στην Ελλάδα δεν διεύρυναν τα περιθώρια κέρδους περισσότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, υπό την αίρεση πως τα βασικά χαρακτηριστικά των αγορών ενέργειας της Ελλάδας και της Ευρωζώνης δεν διαφέρουν θεμελιακά». 

Ωστόσο, με βάση την ανάλυση που επικαλείται και δημοσιεύματα του Τύπου , «η κερδοφορία των ελληνικών εισηγμένων επιχειρήσεων στο ΧΑΑ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ. Ειδικότερα, οι 152 εισηγμένες– συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, των επενδυτικών και των ασφαλιστικών εταιρειών– εμφάνισαν καθαρά κέρδη 5,46 δισ. ευρώ, δηλαδή υπερδιπλάσια σε σχέση με τα κέρδη της περυσινής χρονιάς (2,5 δισ. ευρώ), ενώ σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2021 η αύξηση των κέδρων ανέρχεται σε 333,5%», αναφέρεται σχετικά. 

«Κινητήριος δύναμη της συνολικής αύξησης της κερδοφορίας ήταν ο χρηματοοικονομικός κλάδος, του οποίου τα καθαρά κέρδη (3,18 δισ. ευρώ) παρουσίασαν αύξηση 89,5%. Επίσης, τα διυλιστήρια και οι εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών παρουσίασαν εξίσου ισχυρά κέρδη (ενδεικτικά τα κέρδη προ φόρων των ΕΛΠΕ αυξήθηκαν κατά 324,1% και της Μότορ Όιλ κατά 468,1%). Επισημαίνεται πως στον κλάδο πετρελαιοειδών το 38% του τζίρου και το 33% των λειτουργικών κερδών έρχεται από τις έξι εταιρείες. 

Από την άλλη πλευρά, σε ό, τι αφορά τις υπόλοιπες δραστηριότητες, τα συναθροιστικά (aggregate) στοιχεία δεν υποδηλώνουν εκτεταμένα φαινόμενα αδικαιολόγητων αυξήσεων στις τιμές, δηλαδή αυξήσεων που δεν μπορούν να συσχετιστούν με την αύξηση της τιμής της ενέργειας, των τροφίμων και των μεταφορών. Βέβαια, τα στατιστικά στοιχεία αναφορικά με την κερδοφορία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (και την Ευρώπη γενικότερα) δεν είναι τόσο αναλυτικά όσο στις ΗΠΑ. 

Αλλά, από τα λίγα και αποσπασματικά στοιχεία που διαθέτουμε, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως σημαντικό τμήμα του υφιστάμενου πληθωρισμού οφείλεται στην προσπάθεια των επιχειρήσεων να διευρύνουν το περιθώριο κέρδους. 

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα Στατιστικά Δελτία Φορολογικών Δεδομένων που εκδίδει η ΑΑΔΕ, τα φορολογητέα κέρδη του συνόλου των Νομικών Προσώπων το 2019 ήταν αυξημένα κατά 5,7% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ τα φορολογητέα κέρδη των κεφαλαιουχικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν οριακά κατά 0,4%. 

Επίσης, σύμφωνα με την Eurostat, το μερίδιο των κερδών στο παραγόμενο προϊόν στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2010-2020 υποχώρησε κατά 14% παρουσιάζοντας την δεύτερη υψηλότερη απώλεια στο σύνολο της Ευρωζώνης (Eurostat, nasa_10_Ki). 

Τέλος, επίσης σύμφωνα με την Eurostat, οι ακαθάριστες αποδόσεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα βρίσκονται πολύ χαμηλότερα του μέσου όρου της Ευρωζώνης και βαίνουν μειούμενες από το 2018 και μετά», αναφέρει ο συντάκτης της έκθεσης.

Όπως μάλιστα επισημαίνει, «στην Ελλάδα, η αύξηση των τιμών ενέργειας ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στην Ευρωζώνη».

Το φυσικό αέριο

«Όπως βλέπουμε, οι αυξήσεις στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερες για το σύνολο των επιμέρους κατηγοριών. Ακόμα περισσότερο, οι αυξήσεις είναι κατά κανόνα μεγαλύτερες σε εκείνες τις κλίμακες κατανάλωσης που συγκεντρώνεται ο μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Ενδεικτικά, σε ό, τι αφορά το φυσικό αέριο η τιμή που πληρώνουν τα νοικοκυριά με κατανάλωση από 20 έως 200GJ (που αποτελούν το 72,3% της συνολικής κατανάλωσης) αυξήθηκε μέσα σε ένα έτος κατά 96%, τη στιγμή που στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 13%. 

Αντίστοιχα, 8 στις 10 επιχειρήσεις που λειτουργούν με φυσικό αέριο, δηλαδή εκείνες που καταναλώνουν άνω των 10.000GJ, αντιμετώπισαν μεσοσταθμική αύξηση 116,9%, τη στιγμή που οι αντίστοιχες αυξήσεις στην Ευρωζώνη κινούνται από 45% έως 88%.

Τα πράγματα σε ό,τι αφορά την ηλεκτρική ενέργεια είναι καλύτερα σε σχέση με το αέριο, αλλά και πάλι οι αυξήσεις είναι δραματικές. 

Ενδεικτικά, για τα νοικοκυριά που καταναλώνουν από 2,5 έως 5 χιλιάδες kWh (40% του συνόλου) η κιλοβατώρα αυξήθηκε κατά 20%, τη στιγμή που στην υπόλοιπη Ευρωζώνη η αύξηση περιορίστηκε σε 9%. Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις με κατανάλωση  από 2.000 MWh έως 20.000 MWh αντιμετώπισαν αύξηση της κιλοβατώρας ίση με 113%, τη στιγμή που η μέση αύξηση στην Ευρωζώνη ήταν 23%», τονίζεται στη μελέτη.

Καμπανάκι για κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις

«Δεδομένων των παραπάνω, οι κοινωνικές επιπτώσεις από την αύξηση των τιμών της ενέργειας στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Επιπρόσθετα, οι πιέσεις που ασκούνται στις επιχειρήσεις είναι πολλαπλάσιες και οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά τους μεσοπρόθεσμα ίσως είναι σημαντικές και αρνητικές. Υπό αυτή την έννοια, είναι καίριας σημασίας η διατήρηση των κυβερνητικών μέτρων στήριξης, κυρίως της επιδότησης του κόστους ενέργειας. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική επιδοτήσεων στο μέτρο που δεν συνδυαστεί με μέτρα καταπολέμησης της κερδοσκοπίας μετατρέπεται σε έναν μηχανισμό μεταφοράς δημόσιων πόρων στις εταιρείες διανομής ενέργειας», τονίζει η μελέτη της ΓΣΕΒΕΕ.