Ο Ερντογάν, τελικά, έδωσε διαδικτυακά το «παρών» στα εγκαίνια του πυρηνικού σταθμού, όπως και ο Ρώσος ομόλογός του, Βλαντιμίρ Πούτιν, και υπογράμμισε τη σημασία του γεγονότος, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι η χώρα εισέρχεται στη χορεία των κρατών που παράγουν πυρηνική ενέργεια, «με 60 χρόνια καθυστέρηση». Η μονάδα θα καλύπτει το 10% περίπου των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρισμό και, οπωσδήποτε, πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα προς την ενεργειακή αυτάρκεια και την επίτευξη σταθερών και προσιτών τιμών ενέργειας, κάτι που αποτελεί όλο και πιο δύσκολο στόχο για πολλές χώρες, μετά την κρίση του κορωνοϊού και την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία (και, όπως έχει δείξει συχνά και η προηγούμενη διεθνής εμπειρία, ίσως και ένα πρώτο βήμα προς την απόκτηση πυρηνικής ισχύος για πολεμικούς σκοπούς…).
Από την άλλη, δυτικά ΜΜΕ υπογραμμίζουν ότι ο, κόστους 20 δις δολ., πυρηνικός σταθμός ηλεκτροπαραγωγής που αποκτά η Τουρκία, θα λειτουργεί, ουσιαστικά, υπό τον έλεγχο της κρατικής ρωσικής εταιρείας πυρηνικής ενέργειας Rosatom. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της αμερικανικής Wall Street Journal, την ημέρα των εγκαινίων του Ακκούγιου, το οποίο τονίζει ότι ο σταθμός κατασκευάζεται με βάση το μοντέλο ‘build, own, operate’ («κατασκευή – ιδιοκτησία – λειτουργία»), στο πλαίσιο του οποίου η Ρωσία είναι ο βασικός χρηματοδότης και κατασκευαστής της μονάδας αλλά και αυτή που θα στείλει χιλιάδες μηχανικούς και λοιπούς εργαζομένους για τη λειτουργία της. «Μέσω τουρκικών θυγατρικών, η Rosatom θα αποκτήσει ευρύ έλεγχο της μονάδας για δεκαετίες, γεγονός που προκαλεί ανησυχία ανάμεσα σε Δυτικούς αξιωματούχους και βουλευτές της τουρκικής αντιπολίτευσης σχετικά με το αποτύπωμα του Κρεμλίνου στην Τουρκία, ένα μέλος του ΝΑΤΟ».
Η ίδια εφημερίδα παραθέτει δηλώσεις του Aaron Stein, ειδικού στην τουρκική πολιτική πυρηνικής ενέργειας και αναλυτή σε θέματα ασφαλείας στο Foreign Policy Research Institute, με έδρα τη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ: «Η Rosatom κατασκευάζει πολύ καλούς αντιδραστήρες. Δεν υπάρχει τίποτα κακό με τη ρωσική τεχνολογία αντιδραστήρων. Απλά, όταν παίρνεις αυτή την απόφαση, έχεις δεσμευθεί με την υπογραφή σου για 60 χρόνια να έχεις συνεργασία με τη Μόσχα και με ό, τι αυτό συνεπάγεται».
Η αμερικανική αμηχανία απέναντι στην σχέση που αναπτύσσει η Άγκυρα με τη ρωσική Rosatom επιτείνεται από το γεγονός ότι η τελευταία έχει παραμένει σχεδόν άθικτη από τις Δυτικές κυρώσεις μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Κι αυτό γιατί η Ρωσία παρέχει, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Ένωσης Πυρηνικής Ενέργειας (World Nuclear Association), το 46% των ποσοτήτων εμπλουτισμένου ουρανίου στον κόσμο, με τις ΗΠΑ να είναι ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες της Μόσχας – και μία από τις χώρες που δεν έχουν ακόμη επιβάλει κυρώσεις στην ίδια τη Rosatom.
Έτσι, δεν είναι διόλου περίεργο ότι η Rosatom, παρουσίασε αύξηση 15% στις πωλήσεις στο εξωτερικό το 2022, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά, παρά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ενώ, όπως έχει ανακοινώσει η εταιρεία, οι συνολικές της παραγγελίες στο εξωτερικό ανέρχονται σε περίπου 140 δις δολ. Η Rosatom δραστηριοποιείται, τα τελευταία χρόνια, σε 34 πυρηνικές μονάδες σε 11 χώρες της υφηλίου, από την Κίνα ως την Αίγυπτο και την Ουγγαρία – το παράδειγμα της τελευταίας εξηγεί (χωρίς να είναι το μόνο) το ότι η ΕΕ δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στη συγκεκριμένη εταιρεία.
Όπως, εξάλλου, επισημαίνει και η WSJ, η κρατική εταιρεία της Ρωσίας, της χώρας που, σύμφωνα με το εν λόγω δημοσίευμα, έχει, τις τελευταίες δεκαετίες, εξαγάγει το μεγαλύτερο αριθμό πυρηνικών αντιδραστήρων στον κόσμο, οφείλει τη ραγδαία της παγκόσμια εξάπλωση στο ότι μπορεί να καλύπτει το σύνολο της αλυσίδας παραγωγής στην πυρηνική ενέργεια. Η Rosatom εξορύσσει τις πρώτες ύλες, παρέχει τη χρηματοδότηση, κατασκευάζει τις μονάδες και μεριμνά για την ασφαλή απόρριψη των πυρηνικών αποβλήτων. «Είναι η μοναδική εταιρεία ‘one-stop nuclear shop’ στον κόσμο, που παρέχει ένα all-inclusive πακέτο, σύμφωνα με paper του περιοδικού Nature Energy, του περασμένου Φεβρουαρίου», σημειώνει η έγκυρη αμερικανική εφημερίδα, ενώ προσθέτει ότι παρέχει πλήρες χαρτοφυλάκιο υπηρεσιών σε 54 χώρες.
Όσον αφορά την Τουρκία, είναι εμφανές ότι η κατασκευή του Ακκούγιου εντάσσεται στην σταθερή πολιτική της, τα τελευταία χρόνια, να αποτελέσει αυτόνομο και ενεργητικό υποκείμενο της διεθνούς πολιτικής και όχι μία δεδομένη σύμμαχος για τη Δύση – ή τον οποιοδήποτε άλλον. Γι’ αυτό, κι ενώ αποκτά τέτοιους δεσμούς με τη Μόσχα (βοηθώντας, παράλληλα, και στην παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων), ταυτόχρονα στέλνει drones στο Κίεβο. Και, φυσικά, προτίμησε να μην εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ, παρά την -έμμεση πλην σαφή - υπόδειξη από το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, όταν ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι στόχος της Άγκυρας είναι η ένταξη στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Επίσης, προσπαθεί να αποκτήσει κι άλλους ενεργειακούς πόρους, όπως δείχνουν οι έρευνες για φυσικό αέριο στη Μαύρη Θάλασσα.
Όσο για τις δυτικές ανησυχίες για την ασφάλεια του πυρηνικού σταθμού στο Ακκούγιου, μπορεί κανείς να εικάσει πως δεν θα υπήρχαν, αν, το 2010, δεν είχαν προτιμηθεί οι Ρώσοι έναντι των Αμερικανών και Ιαπώνων.
Παράλληλα, αν και η κεμαλική αντιπολίτευση σήμερα, για τους δικούς της λόγους αντίθεσης στον Ερντογάν, επικρίνει το πρότζεκτ του Ακκούγιου, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη δική της ουδετεριστική παράδοση, που ανάγεται στα χρόνια του ίδιου του Κεμάλ. Οι κεμαλιστές προηγήθηκαν ιστορικά των ισλαμιστών στη διατήρηση στεγανών υπέρ της χώρας τους έναντι του όποιου συμμάχου – δυτικού ή Σοβιετικού/Ρώσου κλπ. Οπότε, δεν θα διστάσουν να πάρουν ανταλλάγματα αν – σε περίπτωση πολιτικής τους επικράτησης στις επικείμενες εκλογές – επιλέξουν να αλλάξουν «εταίρο» στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας.
Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογιστούν στη χάραξη και της δικής μας εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Άγκυρα στο τόσο περίεργο διεθνές περιβάλλον που ξεδιπλώνεται μπροστά μας…