Όπως για τους γαιάνθρακες και τον λιγνίτη, για τους οποίους επιβάλλεται πρόστιμο ρύπου, έτσι και για κάθε μέσο υλοποίησης εναλλακτικών πηγών ενέργειας, όπως των ανανεώσιμων, πρέπει να επιβάλλεται επίσης ένας φόρος ρύπανσης του περιβάλλοντος, μελλοντικής και παρούσας. Ας μην ξεχνάμε ότι για το διοξείδιο του άνθρακα το πρόστιμο έχει διακυμάνσεις αναλόγως των συνθηκών.
Κάτι παράλληλο συμβαίνει με τις χερσαίες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και τις θαλάσσιες πλατφόρμες εξόρυξης υδρογονανθράκων που γερνάνε, κουράζονται ή βγαίνουν έξω από την παραγωγή λόγω παλαιάς τεχνολογίας. Το κόστος απεγκατάστασης κατά τόνο –μόνο για το μέταλλο– ανέρχεται σε 2.000-3.000 ευρώ. Ας σημειωθεί ότι μια μικρή πλατφόρμα ζυγίζει μερικές εκατοντάδες τόνους σιδερικό. Κάθε εταιρεία –με ή χωρίς το κράτος– πρέπει να βάλει στην άκρη σε ειδικό λογαριασμό κάθε χρόνο ένα ποσό για την απεγκατάστασή τους. Αυτό ισχύει στην πετρελαϊκή βιομηχανία εδώ και δεκαετίες και είχε εφαρμοσθεί παλαιότερα και στον Πρίνο.
Αντίστοιχα και για τις μπαταρίες (όχι μόνο των αυτοκινήτων), όπως και για τα υλικά των ανεμογεννητριών και των φωτοβολταϊκών πρέπει να επιβληθεί κάποιο χρηματικό αντίτιμο προστασίας από την μόλυνση που θα δημιουργηθεί όταν απεγκατασταθούν, μετά από 20 χρόνια. Το αντίτιμο πρέπει να οριστεί μέσω μιας αξιολόγησης και κοστολόγησης από σήμερα, στο πλαίσιο της αρχής της βιωσιμότητας της ανάπτυξης.
Σπάνιες γαίες και θάλασσα
Το πρόβλημα της μόλυνσης δεν αποτελεί ιδιαίτερο θέμα επικαιρότητας, διότι προς το παρόν βρισκόμαστε στο στάδιο της κούρσας για τον έλεγχο των σπανίων γαιών, του μαγκάνιου, του χαλκού, του κοβάλτιου και γενικότερα των ορυκτών και μετάλλων που είναι αναγκαία για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Μια ματιά στον αγώνα κυριαρχίας που υπάρχει για τον έλεγχο του κοβαλτίου για τις μπαταρίες (ιδιαίτερα των αυτοκινήτων) είναι χρήσιμη. Το κοβάλτιο, συνδυάζεται με το λίθιο και η τιμή του από το 2017 έχει αυξηθεί εντυπωσιακά.
Προς το παρόν εφοδιάζουν με αυτό την αγορά βασικά η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ), αλλά οι ειδικοί λένε ότι η ζήτηση θα αυξηθεί 15 φορές μέχρι το 2030 και περισσότερες από 10 χώρες θα εμπλακούν στον αγώνα ελέγχου με μπροστάρη σήμερα την Κίνα. Προς το παρόν αυτός ο αγώνας επικεντρώνεται σε χερσαία περιβάλλοντα, αλλά στο μέλλον θα επεκταθεί και σε θαλάσσια περιβάλλοντα, λόγω της αναζωογόνησης του ενδιαφέροντος για τους πολυμεταλλικούς κόνδυλους που βρίσκονται στην επιφάνεια του βυθού των ωκεανών και ιδιαίτερα σε Ατλαντικό και Ειρηνικό σε διεθνή ύδατα και έξω από τα όρια των ανακηρυγμένων ΑΟΖ.
Η τεχνολογία των μεγάλων βαθών
Αυτά τα θέματα διαχειρίζεται η Αρμόδια Αρχή Διεθνούς Θαλάσσιου Βυθού (ISA) υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Αυτή η Αρχή προκηρύσσει διεθνείς διαγωνισμούς, αξιολογεί, επιβλέπει και διαχειρίζεται τις εργασίες των εταιρειών, κοινοπραξιών ή κρατικών φορέων που εξερευνούν, όχι μόνο για μέταλλα σε ζώνες που δεν είναι ΑΟΖ κρατών. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις είναι η διαφύλαξη του θαλάσσιου περιβάλλοντος, αλλά όχι μόνο. Χώρες όπως οι ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Νότια Κορέα, Βραζιλία κτλ. δραστηριοποιούνται εδώ και χρόνια στην επεξεργασία κονδύλων σε θαλάσσια βάθη που υπερβαίνουν τα 3000 και 4000 μέτρα. Βρισκόμαστε πάλι στις περιοχές της τεχνολογίας των μεγάλων βαθών, των μηχανικών και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων στον βυθό και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Τα θέματα αυτά έχουν συζητηθεί και για τα ελληνικά νερά αν και οι εξερευνητικές εργασίες δεν έχουν προχωρήσει όσο γρήγορα θα έπρεπε. Δεν υπάρχουν κόνδυλοι στα νερά μας, ούτε στη Ανατολική Μεσόγειο, διότι έχουμε σύγκλιση τεκτονικών πλακών και όχι γένεση ωκεανών όπως στον Ειρηνικό, Ατλαντικό και Ινδικό Ωκεανό. Σε διεθνές επίπεδο γίνεται όλο και περισσότερο κατανοητό ότι στην θάλασσα θα παιχθούν όλα τα μελλοντικά ενεργειακά παιχνίδια κι αυτό ισχύει –όπως ο καθένας διαπιστώνει σήμερα– και για την περιοχή μας.
Η σχέση θάλασσας-ενέργειας θα έπρεπε να κατατάσσει την Ελλάδα σε μία ιδιαίτερα πλεονεκτική οικονομική θέση για τις επόμενες δεκαετίες. Για τον λόγο αυτό οι έρευνες για εξόρυξη υδρογονανθράκων (φυσικό αέριο δυτικά και νότια της Κρήτης και αργό πετρέλαιο στην δυτική Ελλάδα) θα έπρεπε να είχαν υποστηριχθεί ενεργά και όχι μόνο να είχαν ενταχθεί στο εθνικό ενεργειακό πλάνο.
Το διεθνές ενεργειακό περιβάλλον στηρίζεται σήμερα στο φυσικό αέριο και η θάλασσα είναι ο βασικός γεωγραφικός χώρος που κρύβονται τα κοιτάσματα φυσικού αερίου. Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία κατέδειξαν την κρίσιμη σημασία που έχει το φυσικό αέριο για την ενεργειακή ασφάλεια. Για τις επόμενες δύο-τρείς δεκαετίες, θα έχει πρωταρχικό ρόλο και θα υποστηρίζεται από τις σημερινές εναλλακτικές πηγές ενέργειας που καλούμε ανανεώσιμες (ΑΠΕ). Το διεθνές ενδιαφέρον για την περιοχή μας σχετίζεται και με την λιβυκή ΑΟΖ (νοτίως της μέσης γραμμής) και ανατολικότερα, διότι οι υποθαλάσσιες γεωλογικές δομές των ΑΟΖ Ελλάδας και Λιβύης ομοιάζουν, όπως και ανατολικότερα με την Αίγυπτο και Κύπρο.
Εάν οι γεωτρήσεις στην ελληνική ΑΟΖ είχαν γίνει χωρίς καθυστερήσεις, θα είχαν επιτρέψει να αξιολογηθεί το ποσοστό αντικατάστασης των εισαγωγών από την εγχώρια παραγωγή. Είναι ένα μεγάλο βήμα, που αν γινόταν, θα είχε ενθαρρύνει διεθνείς και εγχώριους επενδυτές να δραστηριοποιηθούν, διότι η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου απαιτεί πάντοτε κατασκευή υποδομών παραγωγής και μεταφοράς με –μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα– κέρδη σημαντικότερα από αυτά της μεταφοράς φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου ή διύλισης εισαγόμενου πετρελαίου.
Ο Covid και η εξόρυξη
Και όμως, από τα τέλη του 2020, σε σύνολο 13 ενεργών Συμβάσεων Παραχώρησης στην Ελλάδα είχαμε σοβαρές απώλειες: την αποχώρηση και της γαλλικής Total από θαλάσσιες παραχωρήσεις που συμμετείχε και της ισπανικής Repsol από δύο χερσαίες παραχωρήσεις. Αν και η ΕΔΕΥ (αρμόδια κρατική εταιρεία διαχείρισης υδρογονανθράκων) ενέκρινε τα τελευταία χρόνια τα τεχνικά προγράμματα των εταιρειών για τις αναγκαίες αδειοδοτήσεις, οι οποίες θα επέτρεπαν επιτάχυνση των εργασιών, δεν υπήρξαν θετικά αποτελέσματα.
Συχνά ο ιός Covid, καλείται να παίξει το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος, αλλά αυτό δεν ισχύει. Η συνέργεια γραφειοκρατίας και “πράσινων” προδιαγραφών προκαλούν πολλές αργοπορίες τα τελευταία χρόνια. Παρά την παρένθεση της πανδημίας, απεδείχθη ότι η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο αυξάνεται. Οι βιομηχανίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, πέρα από τις βλέψεις τους προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, επενδύουν στην παραγωγή υδρογονανθράκων για να καλύψουν την ζήτηση στο εγγύς μέλλον.
Η καινοτομία των νέων τεχνολογιών επέτρεψε στις μη συμβατικές γεωτρήσεις να ενισχύσουν την παραγωγή και οι εταιρείες υπηρεσιών εξελίσσονται ραγδαία, βοηθώντας στη μείωση του κόστους των εργασιών γεωτρήσεων και παραγωγής. Η Ελλάδα αγωνίζεται να διατηρήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στη θάλασσα, αλλά χάνοντας πολύτιμο χρόνο με τα εμπόδια που κυβέρνηση και Δικαιοσύνη ήγειραν το πιθανότερο είναι να γίνει ο αποδέκτης διακομιζόμενου φυσικού αερίου. Κι αυτά, όταν Τουρκία, Ισραήλ, Αίγυπτος και Κύπρος ανταγωνίζονταν για την παροχή πλουσιότερου μείγματος φυσικού αερίου προς τις ευρωπαϊκές αγορές.
*Λίγα λόγια για τον κ. Γιάννη Μπασιά, ενεργειακό αναλυτή και τέως Πρόεδρο και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ).
Από το 2021 συμβάλει σε δήμους της Δυτικής Μακεδονίας για την ανάπτυξη ενεργειακών και ορυκτών πόρων. Διετέλεσε μέλος της Επιτροπής για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) μέχρι το 2020 και αρθρογραφεί συχνά με τεχνικές αναλύσεις για το ενεργειακό μείγμα και τις οικονομικές προεκτάσεις.
Διαθέτει περισσότερα από 30 χρόνια διεθνούς επαγγελματικής εμπειρίας στην αξιολόγηση κοιτασμάτων, τα τεχνικά έργα, τη δημιουργία πετρελαϊκού χαρτοφυλακίου και την διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Georex και εργάστηκε σε θέματα υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Δυτική Αφρική, την Μαυριτανία, το Κανάλι της Μοζαμβίκης, το κεντρικό-νότιο Ατλαντικό. Αρχικά, ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εργαστήριο Γεωλογίας του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Αποφοίτησε από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1979), είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος από το Πανεπιστήμιο Pierre et Marie Curie στο Παρίσι (1984), διοίκησης επιχειρήσεων από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Παρισιού (1989) και οικονομικών (Παρίσι, 1994). Διετέλεσε υπότροφος του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Παρίσι από το 1980 έως το 1983 και ερευνητής του Ιδρύματος Alexander von Humboldt στο Βερολίνο από το 1985 έως το 1986. Είναι συγγραφέας ή συνεργάτης σε περισσότερες από 30 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά ή βιομηχανικά περιοδικά, συν-εκδότης 3 εκθέσεων θαλάσσιων αποστολών στον Ινδικό Ωκεανό.
(από slpress.gr)