Tώρα είναι η τέλεια στιγμή για να επενδύσει κάποιος στην Ελλάδα, λέει στην «Κ» ο Τέλης Μυστακίδης, η περιουσία του οποίου υπολογίζεται από το Forbes στα 3,2 δισ. δολάρια.
Η πρώτη μας επαφή με τον κ. Τέλη Μυστακίδη πραγματοποιήθηκε σε μια κατάμεστη αίθουσα από φοιτητές του London School of Economics (LSE). Οι φοιτητές ήταν καθηλωμένοι από την ευθύτητά του και εκείνος απαντούσε σε κάθε ερώτηση για πάνω από 90 λεπτά. «Μιλάω σε κλειστό κύκλο στους φοιτητές όπου μου το ζητούν. Σπάνια μιλάω στον Τύπο», μου είπε αργότερα. «Και στον ελληνικό Τύπο μίλησα μια φορά πριν δέκα χρόνια, μιλάω τώρα σε σας. Μπορεί και να περάσουν άλλα δέκα...», είπε με ένα όλο νόημα χαμόγελο.
Απλός, προσιτός, με ικανότητα να συνδέεται με τους ανθρώπους και ευρύτητα γνώσεων μας μίλησε για την Ελλάδα, τις επενδύσεις και το όραμά του για τη χώρα μας. «Ξέρετε», τόνισε, «είμαι σε μια φάση της ζωής μου που έχω τη δυνατότητα να προσφέρω στην πατρίδα μου. Ποια μορφή θα πάρει αυτή η προσφορά είναι θέμα που το συζητάμε με τους συνεργάτες μου. Σίγουρα υπάρχουν επενδύσεις που ήδη πραγματοποιούμε και θα πραγματοποιήσουμε. Σίγουρα υπάρχουν αγαθοεργίες και φιλανθρωπικό έργο που κάναμε, κάνουμε και θα συνεχίσουμε να κάνουμε. Αλλά πάνω απ’ όλα υπάρχει η επιθυμία με γνώμονα την πατρίδα και τους πολίτες να δημιουργήσουμε ένα έργο που θα μείνει».
«Οχι φωτογραφίες, όχι βίντεο», έλεγε η πρόσκληση προς τους φοιτητές. «Γιατί δεν βγάζετε φωτογραφίες;», ρωτήσαμε. «Δεν είναι ότι δεν βγάζω. Εξάλλου στην εποχή της τεχνολογίας και της πληροφορίας δεν μπορείς να κρυφτείς. Αλλά όσο μπορώ να προστατεύσω την ιδιωτική μου ζωή το επιδιώκω».
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στους φοιτητές ξεχώρισαν τρία θέματα.
Πρώτον, όταν ρωτήθηκε γιατί επέλεξε το LSE. Η απάντησή του απολύτως ενδεικτική της ιδιοσυγκρασίας του. «Ηταν να σπουδάσω ή στην Οξφόρδη ή στο LSE. Προτίμησα το LSE διότι έχει το ίδιο εξαιρετικό επίπεδο σπουδών και είσαι στο κέντρο των αποφάσεων και κυρίως των επαγγελματικών ευκαιριών. Πράγματι, είχα προσφορά εργασίας πριν τελειώσω καν τις σπουδές μου. Τότε υπήρχε ένα τέτοιο σύστημα στα πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου».
Δεύτερον, όταν ρωτήθηκε ειδικά για την Ελλάδα. «H Ελλάδα μπορεί να κάνει οικονομικά θαύματα τα επόμενα χρόνια. Αρκεί να βασιστεί στους ανθρώπους της. Είναι ικανότατοι. Κι αυτό το παρατηρούμε πάρα πολύ στους Ελληνες που ζουν κι εργάζονται στο εξωτερικό – εγώ μένω στην Ελλάδα».
Τρίτον, αν σκέφτεται να σταματήσει να δουλεύει τώρα που έχει πετύχει τόσο πολλά: «Δεν έχω σταματήσει. Εχουμε επιχειρήσεις και ενδιαφέροντα σε διάφορα μέρη του κόσμου και εξακολουθώ να έχω το πάθος για δημιουργία. Τώρα που δεν περιορίζω τον εαυτό μου σε ένα συγκεκριμένο κλάδο αισθάνομαι ακόμα σαν ένα παιδί σε ζαχαροπλαστείο που θέλει να δοκιμάσει τα πάντα. Εχω το πάθος να προχωρήσω και να δοκιμάσω νέες προκλήσεις».
Μετά ξεκίνησε η δική μας συζήτηση, για την Ελλάδα και την ελληνική οικονομία, τις ευκαιρίες επενδύσεων, την αγορά ακινήτων, τα σχέδιά του στον τραπεζικό τομέα και φυσικά το ντιλ για την Aegean Baltic Bank.
– Πώς βλέπετε την Ελλάδα μετά τα μνημόνια; Πώς θα είναι σε μερικά χρόνια;
– Η Ελλάδα πάει πολύ καλά. Και θα πάει ακόμα καλύτερα. Ξέρετε γιατί; Διότι χειρίστηκε τη μεγαλύτερη κρίση που έζησε μια ανεπτυγμένη χώρα μετά το αμερικανικό Κραχ του 1929 με κοινωνική ωριμότητα και γενναιότητα. Ξέρετε εμείς στην Ελλάδα έχουμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Το έχουν λίγοι. Εχουμε πολύ ψηλά τον θεσμό της οικογένειας. Το ΑΕΠ μειώθηκε περίπου κατά 30% και η οικογένεια κράτησε ενωμένη την κοινωνία. Στο δικό μας κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον η οικογένεια λειτουργεί ως προστατευτικός δείκτης, ως ασπίδα.
Κάντε μια βόλτα σε άλλες μεγαλουπόλεις. Και παρατηρήστε τους αστέγους. Δεν θα δείτε άστεγο στον δρόμο που θα είναι ελληνικής ή ιταλικής καταγωγής. Γιατί η οικογένεια στηρίζει. Σε τέτοιες πόλεις θα δεις ανθρώπους με πτυχία που είναι άστεγοι, θα δεις ηλικιωμένους να πεθαίνουν μόνοι στο σπίτι τους. Στην Ελλάδα θα δείτε σπάνια να συμβαίνει αυτό. Δεν θα επιτρέψει καμία οικογένεια να γίνει. Είναι τεράστιο πλεονέκτημα για τη χώρα μας. Κι αυτό είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πόσο σημαντικό είναι, εκτός αν έχει ζήσει έξω από την Ελλάδα. Λίγες εθνότητες, λίγοι λαοί το έχουν αυτό. Κι εμείς είμαστε ένα έθνος που το έχει.
– Αρα θα προτείνατε σε κάποιον να έρθει να επενδύσει στην Ελλάδα; Κι αν ναι, γιατί τώρα;
– Διότι τώρα είναι η τέλεια στιγμή. Είμαστε από τις λίγες χώρες στον πλανήτη με εμπειρία διαχείρισης σύγχρονων κρίσεων κι έχουμε από τους πλέον μορφωμένους νέους. Μιλούν ξένες γλώσσες, για μένα ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα, έχουν εξαιρετικές σπουδές και είναι ανοιχτόμυαλοι. Και προσθέστε ότι διαθέτουμε ένα από τα καλύτερα κλίματα. Κοινώς έχουμε μια υπέροχη χώρα, έχουμε υπέροχους ανθρώπους, έχουμε διαθεσιμότητα σε κτίρια και γη, έχουμε προχωρήσει στη δική μας ψηφιακή επανάσταση. Αρα έχουμε και διαθέσιμη υλικοτεχνική υποδομή. Αν έρθουν και πολυεθνικές και επενδυτές από το εξωτερικό αυτό θα φέρει μια σημαντική ισορροπία και θα δημιουργήσει σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης.
– Εσείς;
– Εχουμε προσπαθήσει εδώ και καιρό να βοηθήσουμε τη χώρα. Εχουμε επενδύσει, και μάλιστα σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, όταν στηρίξαμε και την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς. Και συνεχίζουμε και σήμερα να επενδύουμε.
– Και τι πρέπει να κάνουμε ως χώρα;
– Σε κάθε περίπτωση αυτό που πρέπει να κάνουμε σαν χώρα είναι να προσελκύσουμε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Με τον τρόπο αυτό θα αναπτυχθούν και οι μικρότερες ελληνικές, θα αυξηθούν οι μισθοί και κατ’ επέκταση το βιοτικό επίπεδο του Ελληνα και της Ελληνίδας, το οποίο συρρικνώθηκε στα χρόνια της κρίσης. Αρα πρέπει να έρθει πρώτα η πολυεθνική, να ανοίξει τον δρόμο. Στην Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ένα μεγάλο κέντρο παροχής υπηρεσιών. Αν γίνουν όλα τα παραπάνω σιγά σιγά θα επιστρέψουν και οι Ελληνες. Αν μάλιστα μπορούσα να δώσω μια συμβουλή προς την Πολιτεία, αυτή είναι απλή: τολμήστε να δημιουργήσετε μέσω του υπουργείου Οικονομικών μία ομάδα, που θα κάνει τον γύρο του κόσμου και θα παρουσιάσει σε όλες τις μεγάλες εταιρείες πως μπορούν να λειτουργήσουν στην Ελλάδα. Θα δείτε άμεσο αποτέλεσμα. Μπορεί να το κάνει κιόλας η κυβέρνηση.
Στην Ελλάδα έχουμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Εχουμε πολύ ψηλά τον θεσμό της οικογένειας. Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 30% και η οικογένεια κράτησε ενωμένη την κοινωνία.
*Από την Καθημερινή