Τα πρόσφατα μίνι ράλι των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που διατηρούν σε σχετικά υψηλά επίπεδα και τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, κρατούν σε υψηλά επίπεδα τις ανησυχίες για την εικόνα των ενεργειακών αγορών κατά την επόμενη χειμερινή περίοδο και ανανεώνουν τις πιέσεις για επιτάχυνση της

διείσδυσης ανανέσιμων πηγών ενέργειας στο μείγμα των χωρών του πλανήτη. Κάνουν όμως και κάτι ακόμη. Επηρεάζουν τις κινήσεις των traders στις παγκόσμιες αγορές ορυκτών καυσίμων. Ήδη, οι έμποροι επενδύουν ολοένα και περισσότερο σε προθεσμιακά συμβόλαια μεσαίων πετρελαϊκών αποσταγμάτων, εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες έλλειψης που παρατηρούνται.

Ένα παράδειγμα είναι οι εξαγωγές ντίζελ της Κίνας που τετραπλασιάστηκαν τον Μάιο, αντανακλώντας την ισχυρή παγκόσμια ζήτηση για αποσταγμένα καύσιμα, παρά την ασθενέστερη εγχώρια ζήτηση, κάτι που ενθαρρύνει τη βουλιμία των traders για αγορές καυσίμων, ακόμη και την ώρα που είναι πιθανό να ξεφορτώνονται συμβόλαια σε αργό πετρέλαιο.

Παρά την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης των οικονομιών και τις ανησυχίες για νέο γύρο ύφεσης, τα αποθέματα αποσταγμένων καυσίμων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, όταν η ζήτηση διατηρείται υψηλή.

Όπως αναφέρει το Reuters, θεσμικοί traders διέθεσαν το ισοδύναμο 21 εκατομμυρίων βαρελιών αργού, σε προθεσμιακά συμβόλαια, και την ίδια ώρα αγόρασαν το ισοδύναμο 14 εκατομμυρίων βαρελιών μεσαίων αποσταγμάτων σε προθεσμιακά συμβόλαια, την εβδομάδα που έληξε στις 13 Ιουνίου!

Όσον αφορά στην Κίνα, εξήγαγε συνολικά 600.000 μετρικούς τόνους ντίζελ τον περασμένο μήνα, από 120.000 μετρικούς τόνους τον Μάιο του 2022, με τις εξαγωγές βενζίνης να καταγράφουν άλμα  67%, στο 1,36 εκατομμύριο τόνους.

Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των εξαγωγών κατευθύνεται σε ευρωπαϊκούς προορισμούς ιδίως αφότου η ΕΕ επέβαλε το εμπάργκο στο ρωσικό αργό και τα υγρά καύσιμα και υποχρεώθηκε να αναζητήσει νέους προμηθευτές στα πρόσωπα της Κίνας και της Ινδίας.

Από τα αξιοπερίεργα που πυροδότησε η κρίση των τελευταίων ετών είναι και το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία συγκαταλέται μεταξύ των χωρών που εξάγουν ντίζελ στην Ευρώπη, με το Ριάντ να προμηθεύεται μεγάλες ποσότητες ρωσικού ντίζελ και να εξάγει τη δική της παραγωγή στην Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Απρίλιο, η Σαουδική Αραβία έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας ντίζελ και πετρελαίου κίνησης στον κόσμο.

Ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι traders εκδηλώνουν υψηλό ενδιαφέρον για τα υγρά καύσιμα και συνεχίζουν να αυξάνουν τις θέσεις τους στις προθεσμιακές αγορές, είναι κατά πάσα πιθανότητα, η σταθερή αύξηση της ζήτησης για καύσιμα, με σωρρευτική αύξηση από το τέλος Μαΐου να ανέρχεται στο ισοδύναμο των 24 εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου.

Αυτό το αποδεικνύει και το γεγονός ότι στην Ευρώπη, τα αποθέματα αποσταγμάτων έχουν μειωθεί, κάτι που υποδηλώνει την ευρωστία της ζήτησης και τελικά, οι φόβοι για τη ζήτηση πετρελαίου που έχουν κυριεύσει την αγορά εδώ και μήνες να ήταν πρόωροι.

Ωστόσο, πληθαίνουν οι φωνές όσων προειδοποιούν ότι οι πολιτικές για την αντιμτώπιση της κλιματικής αλλαγής θα μειώσει την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων κατά 65% έως το 2050, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2021, σύμφωνα με νέα μοντέλα που επεξεργάστηκε η ρυθμιστική αρχή ενέργειας του Καναδά (CER).

Στην έκθεσή της η CER αναφέρει ότι μια τέτοια πτώση θα μπορούσε να προκαλέσει την ελεύθερη πτώση των τιμών του αργού πετρελαίου μέχρι και τα 35 δολάρια ανά βαρέλι, έως το 2030 και μέχρι τα 24 δολάρια ανά βαρέλι έως το 2050.