Η Λεηλασία στις ΔΕΚΟ

Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, όταν μια επιχείρηση είναι ζημιογόνα, ο ιδιοκτήτης της παίρνει μέτρα. Βελτιώνει την υποδομή, μειώνει τον αριθμό των απασχολουμένων και στην ανάγκη και τους μισθούς και τα μεροκάματα προκειμένου να την εξυγιάνει και εάν δεν τα καταφέρει, την κλείνει!
Του Νίκου Νικολάου
Παρ, 1 Αυγούστου 2008 - 10:11

Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, όταν μια επιχείρηση είναι ζημιογόνα, ο ιδιοκτήτης της παίρνει μέτρα. Βελτιώνει την υποδομή, μειώνει τον αριθμό των απασχολουμένων και στην ανάγκη και τους μισθούς και τα μεροκάματα προκειμένου να την εξυγιάνει και εάν δεν τα καταφέρει, την κλείνει!

Κανείς δεν δέχεται να χάνει τα λεφτά του, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει! Κανείς, πλην του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο διατηρεί εν ζωή 48 δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, οι οποίες καθ’ α ενθυμούμαι εδώ και μια εικοσαετία το λιγότερο αφήνουν κάθε χρόνο ως αποτέλεσμα διαχείρισης τεράστια ελλείμματα, τα οποία μεγεθύνονται σταθερά.

Μόνο στην τελευταία τριετία, από 1.300 εκατ. ευρώ το 2006 ανέβηκαν φέτος στα 2 δισ. ευρώ. Και το περίεργο είναι ότι στις ΔΕΚΟ αυτές οι απασχολούμενοι, που λίγο πολύ έχουν προσληφθεί ρουσφετολογικά από τα κυβερνητικά κόμματα, έχουν όλα τα προνόμια του δημόσιου τομέα, δηλαδή είναι μόνιμοι και από πάνω έχουν αμοιβές σχεδόν διπλάσιες έναντι των δημοσίων υπαλλήλων της κεντρικής διοίκησης.

Βέβαια, σε όλες τις χώρες του κόσμου οι συγκοινωνιακοί φορείς είναι ελλειμματικοί, αφού για λόγους κοινωνικής πολιτικής το κόμιστρο διατηρείται χαμηλό. Ομως, αν δικαιολογείται έτσι κατ’ αρχήν η ελλειμματικότητα της ΕΘΕΛ ή ακόμη και του ΟΣΕ, είναι ακατανόητη και προκλητική αν επεκτείνεται στις υπόλοιπες 45 ΔΕΚΟ και αν, για παράδειγμα, στον ΟΣΕ το τερατώδες ετήσιο λειτουργικό έλλειμμα των 500 εκατ. ευρώ συνδυάζεται με τα βρώμικα βαγόνια, τις διαδρομές της ταλαιπωρίας (5 ώρες Αίγιο-Καλαμάτα) και τα αλλεπάλληλα δυστυχήματα.

Γιατί συμβαίνουν όμως αυτοί οι παραλογισμοί των υψηλών ελλειμμάτων, της πληθώρας των υπαλλήλων και των προνομιακών αμοιβών; Διότι απλούστατα όλα αυτά τα λεφτά που χάνονται τα πληρώνει τελικά ο Ελληνας φορολογούμενος, διότι όλοι όσοι απασχολούνται στις ΔΕΚΟ είναι διορισμένοι από τα κόμματα και, τρίτον και κυριότερο, διότι έχουν παντοδύναμα συνδικάτα που κρατούν σε ομηρία τους πολίτες που «εξυπηρετούνται» από τις ΔΕΚΟ.

Χθες, που συζητήθηκε στη Βουλή η τροπολογία του υπουργείου Οικονομίας με την οποία επιχειρείται η εκλογίκευση των αμοιβών στις ΔΕΚΟ, αναφέρθηκαν εντυπωσιακά στοιχεία που αποδεικνύουν πώς οι συντεχνίες έχουν εξασφαλίσει για τα μέλη τους προνομιακές συνθήκες αμοιβών.

Συγκεκριμένα: Η μέση ετήσια αμοιβή στις ΔΕΚΟ (περιλαμβάνονται ασφαλιστικές εισφορές) ανήλθε το 2007 σε 43.280 ευρώ (αύξηση 7,7% σε σχέση με το 2006), έναντι 27.174 για το σύνολο της οικονομίας και 23.405 για τον ιδιωτικό τομέα. Σε πραγματικούς όρους (τιμές του 2005), η μέση αμοιβή στις ΔΕΚΟ ανέρχεται σε 40.753 ευρώ, έναντι 25.587 για το σύνολο της οικονομίας και 22.039 για τον ιδιωτικό τομέα.

Να σημειώσουμε εδώ ότι οι εργαζόμενοι στις Δημόσιες Επιχειρήσεις είναι ευνοημένοι ακόμη και σε σχέση με τους εργαζόμενους στο στενό δημόσιο τομέα, καθώς οι αυξήσεις που λαμβάνουν ως αποτέλεσμα των Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων ξεπερνούν αυτές του υπόλοιπου δημόσιου τομέα. Αυτός είναι ο λόγος που δικαιολογεί την ύπαρξη εξαιρετικά υψηλών αποκλίσεων των απολαβών του στενού δημόσιου τομέα από αυτές των δημοσίων επιχειρήσεων.

Είναι επίσης ενδεικτική η κατανομή των αμοιβών και η συσσώρευση των περισσότερων εργαζομένων σε υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια: Για παράδειγμα, στην ΕΑΒ Α.Ε. το 56% των εργαζομένων βρίσκεται σε κλιμάκιο αμοιβών από 30.000 έως 50.000 ευρώ, ενώ στην ΗΣΑΠ Α.Ε. το 73% των εργαζομένων βρίσκεται στο κλιμάκιο 30.000 έως 70.000 ευρώ.

Η κατανομή ανάμεσα σε πρωτεύουσες (τακτικές) και δευτερεύουσες αμοιβές είναι επίσης σημαντική, καθώς πολύ συχνά γίνεται αναφορά ή δίνεται έμφαση μόνο στις πρωτεύουσες αμοιβές: Για παράδειγμα, στον ΟΣΕ οι μέσες ετήσιες τακτικές αποδοχές ανέρχονται σε 32.273 ευρώ, ενώ οι μέσες συνολικές αμοιβές σε 52.457 ευρώ (2.305 και 3.747 ανά μήνα περιλαμβανομένων των υπερωριών). Για την ΤΡΑΙΝΟΣΕ τα αντίστοιχα ποσά είναι 33.424 και 59.388 ευρώ αντίστοιχα, ή 2.387 και 4.242 ανά μήνα (περιλαμβανομένων των υπερωριών).

Αυτό το θέμα άπτεται και του ζητήματος της προσφυγής στον ΟΜΕΔ: Σε πολλές περιπτώσεις ο ΟΜΕΔ καλείται να αποφασίσει επί θεσμικών αιτημάτων των εργαζομένων τα οποία δεν έχουν αποτιμηθεί, δημιουργώντας εξαιρετικά υψηλές δευτερεύουσες απολαβές, οι οποίες και σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν σημαντικό μέρος των τακτικών απολαβών.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/07/2008)