Σε αυτό το πλαίσιο έγινε η συνάντηση με τον Τ. Ερντογάν στο Βίλνιους όπου βοηθούσας και της συγκυρίας και της (τακτικής, κατά την αντίληψη μου) στροφής του Ερντογάν προς την Δύση, διαμορφώνονται καλύτερες συνθήκες από ότι ήταν τα προηγούμενα τελευταία χρόνια, για την επανεκκίνηση των σχέσεων.
Ήδη επισημάναμε τα προβλήματα που μπορεί να ανακύψουν από την αναβάθμιση σε επίπεδο ΥΠΕΞ των συνομιλιών για την υφαλοκρηπίδα, αν και η εικόνα θα ξεκαθαρίσει όταν γίνει γνωστό το πλαίσιο, η σύνθεση των ομάδων που θα προετοιμάζουν τις συνομιλίες, το αν θα είναι άτυπες οι επαφές των δυο υπουργών κ.α..
Όμως η σύγχυση που προκλήθηκε από τη συνέντευξη του πρωθυπουργού, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η επανάληψη του αυτονόητου, ότι η επίλυση της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας είτε σε διμερές επίπεδο είτε μέσω της Χάγης, θα περιλαμβάνει συμβιβασμούς και παραχωρήσεις από τη διαπραγματευτική θέση από την οποία ξεκινούν οι δυο πλευρές, ακολουθούσε μια ερώτηση για την «πιθανότητα απομείωσης κυριαρχίας». Και έτσι οι υποχωρήσεις σε σχέση με την αρχική διαπραγματευτική θέση (που ζητάς το μάξιμουμ) θεωρήθηκε ως «ομολογία» σχεδίου για την παραχώρηση κυριαρχίας.
Προφανώς και από όλους όσους αδυνατούν να αντιληφθούν την ουσιώδη διαφορά μεταξύ κυριαρχίας (που ασκείται επί τους εδάφους και των χωρικών υδάτων), κυριαρχικών δικαιωμάτων (τα οποία ασκεί η χώρα στην υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ εφόσον οριοθετηθεί με τα γειτονικά κράτη) και ακόμη περισσότερο με τις διεθνείς αρμοδιότητες (Ζώνες Έρευνας Διάσωσης, FIR, δικαίωμα έκδοσης NOTAM, NAVTEX, κ.α)
Στη Χάγη εφόσον τεθεί ως θέμα η οριοθέτηση Υφαλοκρηπίδας /ΑΟΖ το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να ασχοληθεί με ζητήματα που άπτονται της κυριαρχίας των κρατών που προσφεύγουν.
Αν και το συνυποσχετικό κατευθύνει το Δικαστήριο σε σχέση τόσο με το εφαρμοστέο δίκαιο (όπου όμως η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας είναι πλέον συμβατικό Δίκαιο), τη νομολογία αλλά και την αποτύπωση της διαφοράς, υπάρχει πέραν των άλλων από την Ελλάδα ειδική ρήτρα για εξαίρεση σε ότι αφορά τις θαλάσσιες ζώνες, την ασφάλεια και την άμυνα της χώρας, ώστε να αποφεύγεται η μονομερής προσφυγή εναντίον της χώρας μας για τα ζητήματα αυτά.
Η Ελλάδα είναι προφανές ότι εάν κάποτε συμφωνηθεί προσφυγή στη Χάγη θα ξεκινήσει με την πλέον μαξιμαλιστική θέση που της επιτρέπει το Δίκαιο της Θάλασσας και οι Συνθήκες. Με τη θέση για πλήρη επήρεια όλων των νησιών και βραχονησίδων η Ελλάδα θέτει στο τραπέζι τη διεκδίκηση όπως είχε αποτυπωθεί θεωρητικά στον λεγόμενο Χάρτη της Σεβίλλης που της δίνει «σύνορα» με την Κύπρο και την Αίγυπτο στη Μεσόγειο και της αποδίδει σχεδόν ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου.
Αυτό βεβαίως είναι κάτι που δεν αφορά την πραγματικότητα, καθώς τόσο η νομολογία όσο και η πρακτική έχουν οδηγήσει σε σημαντικές εξαιρέσεις και παρακάμψεις αυτού του κανόνα. Η αρχή της αναλογικότητας αλλά και η νομολογία δε δημιουργούν καμιά αισιοδοξία ότι η Ελλάδα θα κερδίσει την πλήρη επήρεια π.χ. του Καστελόριζου, η ότι δε θα αναγνωριστούν δικαιώματα πέραν των χωρικών υδάτων της Τουρκίας στο Αιγαίο, εις βάρος μικρών ακατοίκητων βραχονησίδων καθώς το Δικαστήριο αναζητά όπως επιτάσσει το Δίκαιο της Θάλασσας η λύση να είναι «δίκαιη».
Λίγο πολύ αυτό που κινδυνεύει να «χαθεί» στη Χάγη δεν είναι κυριαρχία, αλλά μέρος αυτού που δυνητικά και με τις πλέον αισιόδοξες προβλέψεις θεωρούμε ότι μας ανήκει, αλλά τουλάχιστον στο παρελθόν και στον παρόντα χρόνο ούτε το έχουμε κατοχυρώσει, ούτε ασκούμε εκεί κυριαρχικά δικαιώματα.
Είναι προφανές ότι πριν από τη Χάγη η Ελλάδα θα πρέπει να ασκήσει το δικαίωμα της για επέκταση των χωρικών υδάτων της «έως» τα 12 ν.μ. όπως επιτάσσει το Δίκαιο της Θάλασσας. Όμως και στην περίπτωση των χωρικών υδάτων η κλιμακωτή επέκταση αλλού σε 8 η 10 ν.μ.(χωρίς δέσμευση για μη μελλοντική επέκταση) δε σημαίνει απεμπόληση κυριαρχίας, καθώς η κυριαρχία της χώρας ασκείται αυτή τη στιγμή στα 6 ν.μ..
Η κυβέρνηση Σημίτη είχε συζητήσει και ενημέρωνε την Τουρκία για τα εναλλακτικά σενάρια κλιμακωτής επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων ελπίζοντας ότι εξασφαλίζοντας τη συναίνεση της, θα εξουδετέρωνε (εν μέρει) το casus belli. Αυτό δεν κατέστη δυνατόν γιατί η Τουρκία πίεζε για ακόμη περισσότερες υποχωρήσεις με όχημα τις «γκρίζες ζώνες» στις οποίες προστέθηκε τώρα και το θέμα της «αποστρατικοποίησης των νησιών».
Αν κοιτάζοντας στη μεγάλη εικόνα της επίτευξης οριοθέτησης από τη Χάγη που θα αποδώσει στην Ελλάδα και στην Τουρκία δικαιώματα σε ζώνες που τώρα δε διαθέτουν και εξαλείψει οριστικά μια σοβαρή εστία έντασης, εκτιμηθεί ότι μπορεί να επιδιωχθεί χωρίς «προκαταλήψεις» επίτευξη συνεννόησης και κατανόησης για την κλιμακωτή επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων που αποτελεί απόλυτο κυρίαρχο δικαίωμα της χώρας μας, χωρίς να τίθενται όμως άλλα ζητήματα(π.χ. «γκρίζες ζώνες») τότε πράγματι θα έχει ξεπερασθεί ένα μεγάλο εμπόδιο.
Βεβαίως, είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα το να συμφωνηθεί σε συνυποσχετικό, να κριθούν από το Δικαστήριο και «παρεμπίπτοντα» ζητήματα όπως είναι η αποστρατικοποίηση, η κυριαρχία επί «αμφισβητούμενων» νησίδων και βραχονησίδων, τα χωρικά ύδατα… Η ακόμη να παραιτηθεί η Ελλάδα της εξαίρεσης που έχει καταθέσει ώστε να μπορεί η Τουρκία να προσφύγει μονομερώς για τα ζητήματα αυτά.
Παρά το γεγονός ότι αρκετοί νομικοί θεωρούν ότι η χώρα μας έχει ισχυρότατη νομική θέση, μάλλον δε θα υπάρξει ελληνική κυβέρνηση να το αποδεχθεί καθώς μπορεί να υπάρξει ετυμηγορία του Δικαστηρίου, που να οδηγεί σε πραγματικό περιορισμό της κυριαρχίας της χώρας, που όμως εκτός όλων των άλλων, υφίσταται και σε συγκεκριμένους συνταγματικούς περιορισμούς.
Προς το παρόν όλη αυτή η συζήτηση είναι εξαιρετικά πρόωρη καθώς οι προθέσεις της Τουρκίας δεν έχουν αποσαφηνισθεί και μάλλον είναι απίθανο η Τουρκία να εγκαταλείψει τα ιδεολογήματα της Γαλάζιας Πατρίδας που είναι ενταγμένα στο ταυτοτικό αφήγημα του «Αιώνα της Τουρκίας» προκειμένου να εξασφαλίσει μια μόνιμη «ειρήνη» με την Ελλάδα. Και πάντως ας μην είμαστε βιαστικοί, καθώς οι «παραχωρήσεις κυριαρχίας» δεν ανακοινώνονται ανεπισήμως με μια τηλεοπτική συνέντευξη…
(Πηγή: liberal.gr)