«Σανίδα σωτηρίας» για την Τουρκία –προκειμένου να μην προσφύγει, σύντομα τουλάχιστον, στο ΔΝΤ– αποτελούν οι αλλεπάλληλες συμφωνίες που συνάπτονται με πλούσιες χώρες του Κόλπου, με τις οποίες ο Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται να έχει καλύτερες σχέσεις από ποτέ

Oι ημέρες της έχθρας της Αγκυρας με πλούσιες αραβικές μοναρχίες του Κόλπου δείχνουν να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Ηταν άλλωστε χάρη στα πετροδολάριά τους που η τουρκική οικονομία δεν κατέρρευσε προεκλογικά την περασμένη άνοιξη και φαίνεται ότι το ίδιο κάνουν και τώρα, δίνοντάς της κι άλλο τράτο χρόνου για να γλιτώσει μια άμεση προσφυγή στο ΔΝΤ.

Καθώς ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν αναχωρούσε χθες από το Αμπου Ντάμπι ολοκληρώνοντας την περιοδεία του στη Σαουδική Αραβία, στο Κατάρ και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι «τσέπες» του έδειχναν γεμάτες. Υπέγραψε σειρά συμφωνιών σε ένα ευρύ φάσμα τομέων: από την αμυντική βιομηχανία, την ενέργεια και τις υποδομές, μέχρι τον τουρισμό και την τεχνολογία. Μεταξύ άλλων, το Ριάντ –ουσιαστικά αντίπαλος της Αγκυρας στην πρωτοκαθεδρία του πολιτικού σουνιτικού Ισλάμ– έκλεισε μέγα ντιλ για την αγορά τουρκικής κατασκευής μη επανδρωμένων αεροσκαφών. 
 
Το ακριβές συνολικό ύψος των συμφωνιών που υπεγράφησαν δεν ανακοινώθηκε. Διατυμπανίστηκε ωστόσο ότι ο Ερντογάν εξασφάλισε 50,7 δισεκατομμύρια δολάρια από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Στην Αγκυρα και δη στην αντιπολίτευση επικρατεί προβληματισμός για το εάν και πόσα από τα «ασημικά» της χώρας μπορεί να «σκότωσε» ο Τούρκος πρόεδρος, πέρα από τα τουρκικής κατασκευής ηλεκτρικά αυτοκίνητα που δώρισε στους Αραβες μονάρχες.

Η περιοδεία του στον Κόλπο ήταν πάντως διπλής ανάγνωσης. Ηταν και σε αναζήτηση «σωσιβίου» για τη βυθιζόμενη τουρκική οικονομία, και πιο στέρεων διπλωματικών «γεφυρών» με τις αραβικές περιφερειακές δυνάμεις. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η επαναπροσέγγιση με την Αίγυπτο, με το «βλέμμα» της Αγκυρας στραμμένο στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και στο μέτωπο της Λιβύης.

Το ερώτημα είναι εάν αυτές οι κινήσεις αρκούν για να σώσουν την Τουρκία κατ’ αρχήν από τον δημοσιονομικό «γκρεμό» και δη σε μια περίοδο που ο βαθμός της στενής συνεργασίας με τη Μόσχα παραμένει ερωτηματικό, μετά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους.

Αναλυτές και αγορές αντιμετώπισαν ήδη με δόση απογοήτευσης τη χθεσινή νέα άνοδο των επιτοκίων από την τουρκική Κεντρική Τράπεζα. Εφτασαν μεν στο 17,5%, ως ακόμη μια ένδειξη στροφής στην οικονομική «ορθοδοξία». Παραμένουν ωστόσο χαμηλά σε σχέση με τον πληθωρισμό, που τα επίσημα στοιχεία δείχνουν να έχει «τιθασευτεί» στο 38%, αλλά ανεξάρτητες εκτιμήσεις τον τοποθετούν στο 108%.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα διευρύνθηκε εν τω μεταξύ τον Ιούνιο στα 8,37 δισεκατομμύρια δολάρια. Η τουρκική λίρα έχει χάσει φέτος περίπου το 30% της αξίας της έναντι του δολαρίου και τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας «ξύνουν πάτο». Το ίδιο συμβαίνει όμως και με τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, εν μέσω αυξήσεων των φόρων. Πρόσφατη προσθήκη αυτή στα καύσιμα κατά σχεδόν 200%.

(από efsyn.gr)