Η τελευταία τριμηνιαία Έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) είναι πραγματικά αποκαλυπτική ως προς το σοβαρό επενδυτικό κενό που παρατηρείται στην Ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια (εδώ) Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Καθηγ. Νίκος Βέττας, κατά την παρουσίαση της Έκθεσης την περασμένη Τετάρτη (17/7), « η σημασία των επενδύσεων για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας είναι κομβική, καθώς χωρίς την σημαντική αύξηση σε αυτές δεν θα μπορεί να επιτευχθεί υψηλός ρυθμός μεγέθυνσης, βελτίωσης της παραγωγικότητας και του επιπέδου ευημερίας»

Σύμφωνα μάλιστα με τους υπολογισμούς του ΙΟΒΕ, « αποτελεί προϋπόθεση οι επενδύσεις στην χώρα να αυξάνονται με πολλαπλάσιο ρυθμό από αυτό της υπόλοιπης οικονομίας, ώστε να την παρασύρουν ανοδικά».

Όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει αφού τα τελευταία χρόνια, όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, ο ρυθμός των πραγματοποιούμενων επενδύσεων μειώνεται αντί να αυξάνεται. Γι' αυτό και το ΙΟΒΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και προτρέπει την πολιτική ηγεσία να επικεντρωθεί στην προσπάθεια προσέλκυσης παραγωγικών επενδύσεων, «αν πραγματικά επιθυμεί μια βιώσιμη οικονομία».

Μεγάλη σημασία στην συνολική προσπάθεια αύξησης των επενδύσεων είναι το μείγμα των επενδύσεων, το οποίο πρέπει κατεξοχήν να υποστηρίζει «πρωτίστως εξαγωγικές δραστηριότητες και νέα παραγωγή,σε διάφορους τομείς προϊόντων και υπηρεσιών,που θα ενσωματώνει καινοτομία». Προς την κατεύθυνση αυτή, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, οι επενδύσεις σε όλη τη γκάμα εφαρμογών του ενεργειακού τομέα έχουν πολύ ειδικό βάρος αφού δρουν πολλαπλασιαστικά ως προς τις επιπτώσεις τους στην υπόλοιπη οικονομία. Όχι μόνο γιατί επηρεάζουν το κόστος παραγωγής και, άρα, καθιστούν ανταγωνιστικές τις εξαγωγές, αλλά διότι επηρεάζουν θετικά πολλούς άλλους τομείς της οικονομίας (λ. χ. μεταποίηση, υπηρεσίες,τουρισμός)

Μπορεί η κυβέρνηση να επαίρεται για τις οικονομικές επιδόσεις της μετά την ανάκαμψη που παρατηρήθηκε μετά το πέρας της πανδημίας, όμως η αλήθεια είναι ότι η οικονομία αναπτύσσεται με πολύ χαμηλούς ρυθμούς εάν υποθέσουμε ότι διαρκής στόχος είναι η επιστροφή, τουλάχιστον, στο προ κρίσης επίπεδο. Να υπενθυμίσουμε ότι τα έτη 2007 και 2008 το ΑΕΠ της χώρας είχε διαμορφωθεί στα € 232,7 δισεκ και € 241,9 δισεκ. αντίστοιχα, ενώ το 2022 και 2023 αυτό έφθασε τα € 206,6 δισεκ. και € 220,3 δισεκ. Με αλλά λόγια η Ελλάδα ακόμα δεν έχει συνέλθει από την οικονομική κρίση της περιόδου 2009-2017 σε σύγκριση με τις οικονομίες άλλων χωρών που επλήγησαν εκείνη τη περίοδο, τις γνωστές PIGS, το ΑΕΠ των οποίων έχει ξεπεράσει τα αντίστοιχά των προ κρίσης επίπεδα.

Όπως προκύπτει από τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΙΟΒΕ αλλά και από άλλες παρεμφερείς μελέτες (βλέπε ΚΕΠΕ, Τράπεζα της Ελλάδος) είναι σαφές ότι η Ελληνική οικονομία πρέπει να ανεβάσει ταχύτητες από τους αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης του 2,0% το 2023 και το προβλεπόμενο 2,1 % το 2024, εάν θέλει να επιβιώσει στα άκρως ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Όμως, τόσο ο αμετάβλητος ρυθμός ανάπτυξης, η υψηλή σχετικά ανεργία στο σταθερό πλέον 10,3%, η διεύρυνση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, η στάσιμη ιδιωτική κατανάλωση και η συρρίκνωση της δημόσιας, περιγράφουν μια οικονομία που όχι μόνο δεν αναπτύσσεται αλλά δείχνει σημάδια οπισθοχώρησης. Είναι εμφανές ότι εάν δεν επιθυμούμε επιστροφή στο παρελθόν θα πρέπει να υπάρξει το ταχύτερο δυνατόν στροφή αρκετών μοιρών στην ακολουθούμενη σήμερα οικονομική πολιτική με έμφαση στις επενδύσεις αλλά και, «σταθεροποίηση ενός απλού και ευνοϊκού ρυθμιστικού και φορολογικού πλαισίου,ενίσχυση των υποδομών και υποβοήθηση της ανάπτυξης ανθρώπινου κεφαλαίου».

Όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς στους οποίους μεταφέραμε τον προβληματισμό μας, «αυτό που απαιτείται σήμερα είναι ένα επενδυτικό σοκ όπου οι επενδύσεις στην ενέργεια πρέπει και μπορούν να διαδραματίσουν κομβικό ρόλο». Ο συλλογισμός αυτός βασίζεται στα μεγέθη που αντιστοιχούν στις πραγματοποιούμενες κατ’ετος επενδύσεις σε πάγια (βλέπε ενεργειακές υποδομές) κάθε είδους οι οποίες σύμφωνα με στοιχεία του ΙΕΝΕ (βλ. ετήσια Έκθεση Ελληνικού Ενεργειακού Τομέα 2023) τρέχουν με ετήσιο ρυθμό περίπου στα € 6.0 δισεκ. την περίοδο ( 2022-2031) το οποίο αντιστοιχεί στο 2.7% του ΑΕΠ. Με τις επενδύσεις στην Ελλάδα το 2023, δηλαδή από όλους τους κλάδους, να ανέρχονται σε € 30,2 δισεκ (δηλ.13,7% του ΑΕΠ) οι επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα αντιστοιχούν στο 20% των συνολικών επενδύσεων. Ένα ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω τα αμέσως επόμενα χρόνια, καθώς θα κορυφώνεται το ενδιαφέρον για επενδύσεις σε όλο το φάσμα του ενεργειακού τομέα (όχι μόνο στις ΑΠΕ) στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης.

Σύμφωνα με την ανωτέρω Έκθεση του ΙΕΝΕ μεγάλο μέρος των επενδύσεων αυτών (σχεδόν το 50%) αντιστοιχούν σήμερα σε νέες μονάδες ΑΠΕ και σε σε έργα βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας (κυρίως κτίρια και βιομηχανία) και το υπόλοιπο σε δίκτυα ηλεκτρισμού και φ.αεριου, σε θερμικές ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες, στην διύλιση, υδρογόνο κλπ. Όμως, τελευταία στοιχεία του ΙΕΝΕ που προκύπτουν από επεξεργασία δεδομένων για προγραμματιζόμενες επενδύσεις στην Ελλάδα την επόμενη 5ετία, και περιλαμβάνουν επενδύσεις στις έρευνες και παραγωγή υδρογονανθράκων,εγκαταστάσεις offshore LNG, μονάδες CCUS, την κατασκευή υπεράκτιων θαλάσσιων πάρκων και πολύ μεγαλύτερης κλίμακας αναβάθμιση του οικοδομικού αποθέματος, προκύπτει ότι η αναπτυσσόμενη σήμερα επενδυτική δυναμική θα διαμορφώσει ένα πολύ υψηλότερο δυναμικό.

Το οποίο πρόκειται να ξεπεράσει τα προβλεπόμενα από το ΕΣΕΚ μεγέθη (χωρίς ασφαλώς να λάβουμε υπ' όψη την αγορά συσκευών και οχημάτων που δεν λογίζονται ως ενεργειακές επενδύσεις, αλλά θεωρούνται καταναλωτικά προϊόντα).

«Εάν μπορέσουμε να ξεφύγουμε κάποτε από την ιδεοληψία της λεγόμενης πράσινης ανάπτυξης,θα διαπιστώσουμε ότι το Ελληνικό δυναμικό για ενεργειακές επενδύσεις είναι πράγματι πολύ υψηλό, και άρα ικανό να πριμοδοτήσει το επενδυτικό σοκ που τόσο ανάγκη έχει η χώρα», παρατηρούν οι ανωτέρω παράγοντες της βιομηχανίας. Από πλευράς μας θα προσθέταμε ότι η Ελλάδα, όντας μικρή χώρα με μια παραπαίουσα οικονομία, δεν έχει την πολυτέλεια να απωθεί επενδύσεις τις οποίες για διάφορους αδιευκρίνιστους λόγους έχει κατατάξει ως περιβαλλοντικά και κοινωνικά ανεπιθύμητες, επιλέγοντας αντιθέτως να συνεχίζει την επικίνδυνη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού.