και ειδικότερα στα σχέδια που αποβλέπουν στην λήψη έκτακτων μέτρων προκειμένου να επιταχυνθεί η εγκατάλειψη τους λόγω ανησυχιών για την κλιματική αλλαγή. Σύμφωνα με την περίληψη των συμπερασμάτων της συνάντησης των G20 κατά την διάρκεια των εργασιών τις τελευταίες 3 ημέρες, «ορισμένα κράτη τάχθηκαν υπέρ της ανάγκης για μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων - πετρέλαιο, φ. αέριο, άνθρακα- χωρίς την υιοθέτηση μέτρων για δέσμευση CO2, και σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας». Όμως, όπως αναφέρεται στο κείμενο που δόθηκε στην δημοσιότητα, «μια άλλη ομάδα κρατών είχαν τελείως αντίθετη άποψη και υποστήριξαν την ανάγκη για την ανάπτυξη τεχνολογιών για την παγίδευση και δέσμευση αερίων του θερμοκηπίου». Πρόκειται για τις τεχνολογίες που είναι γνωστές ως Carbon Capture, Use and Storage (CCUS).
Όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ η Σαουδική Αραβία έπαιξε κεντρικό ρόλο κατά του σχεδίου για την σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων υποστηριζόμενη από πολλά αλλά κράτη, τα οποία στο παρελθόν περιελάμβαναν την Ρωσία - που εφέτος δεν συμμετείχε στην συνάντηση- και την Κίνα. Στην τελευταία αυτή συνάντηση των G20, επίσης, δεν επετεύχθη συμφωνία για την θέσπιση στόχων για την ανάπτυξη και τις εφαρμογές Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
Όπως παρατηρούν διεθνείς αναλυτές η αδυναμία των G20 να συμφωνήσουν σε μια κοινή γραμμή σε ότι αφορά την κλιματική αλλαγή και την αντιμετώπιση της, και η διχογνωμία που επικράτησε καθ´όλη την διάρκεια της συνάντησης στην Goa, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις αποφάσεις των G7, κατά την τελευταία τους συνάντηση τον περασμένο Απρίλιο στο Σαπόρο της Ιαπωνίας, όπου τάχθηκαν υπέρ μιας σταδιακής μείωσης (phase out) των ορυκτών καυσίμων με παράλληλη ανάπτυξη των ΑΠΕ. «Χωρίς αμφιβολία υπήρξε σημαντική απόκλιση μεταξύ των θέσεων των διαφόρων κρατών που συμμετείχαν στην συνάντηση των G20 και αρκετές έντονες διαφωνίες», ανέφερε ο Alden Meyer ανώτερο στέλεχος της συμβουλευτικής εταιρείας E3G, σύμφωνα με ανταπόκριση των Financial Times.
Όπως εξ´άλλου ομολόγησε ο υπουργός ενέργειας της Ινδίας RK Singh, «το σχέδιο για την μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων υπήρξε σημείο έντονης αντιπαράθεσης». Στην έκθεση που ετοίμασε η κυβέρνηση της Ινδίας, που εφέτος προεδρεύει των G20, αναφέρεται ότι το ετήσιο κόστος για μια επιτυχή ενεργειακή μετάβαση, για τα επόμενα 25 χρόνια, ανέρχεται στα $ 4 τρισεκ. και άρα είναι τελείως αδύνατον για τις αναπτυσσόμενες χώρες να υιοθετήσουν πολιτικές μείωσης των εκπομπών χωρίς ουσιαστική οικονομική υποστήριξη από τις πλούσιες χώρες. Στο πλαίσιο αυτό η Ινδία έχει δεσμευτεί για επίτευξη ανθρακικής ουδετερότητας το 2070 ενώ η Κίνα για το 2060.
Παρά το γεγονός ότι τα καταστροφολογικά σενάρια του IPCC κάνουν λόγο για αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 2.4 με 2.6 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100, εάν δεν ληφθούν μέτρα τώρα, δηλαδή μείωση κατά 43% των εκπομπών του θερμοκηπίου μέχρι το 2030, παρατηρείται μια αναδίπλωση των εταιρειών αλλά και κυβερνήσεων ως προς την λήψη αυστηρών μέτρων. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την καθυστερημένη διαπίστωση (που προέκυψε συνέπεια της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη και της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία) για την ανάγκη ενίσχυσης της ενεργειακής ασφαλείας. Κάτι που σε αυτό το στάδιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εξασφάλιση ενεργειακών αποθεμάτων από ορυκτά καύσιμα, αφού τα ηλεκτρικά συστήματα και γενικότερα το ενεργειακό σύστημα κάθε χώρας δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά στις ΑΠΕ. Τελευταία εξέλιξη ως προς αυτό το θέμα η απόφαση της Βρετανικής κυβέρνησης, που ανακοινώθηκε από τον υπουργό ενέργειας Grant Shapps το Σάββατο, για ενίσχυση «με κάθε δυνατό τρόπο» της έρευνας και παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Βόρειο Θάλασσα σε μια προσπάθεια να μειωθούν οι εισαγωγές ενέργειας.