Εντούτοις, η λύση δεν είναι προφανής, καθώς υπάρχουν συμβόλαια σε ισχύ, ενώ το κόστος των ρωσικών εξαγωγών παραμένει ανταγωνιστικό.
Με τον χρόνο να μετράει αντίστροφα για τη δημοσίευση του οδικού χάρτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, το πολιτικό και τεχνοκρατικό προσωπικό της ΕΕ ψάχνει να βρει λύσεις που θα γίνουν κοινά αποδεκτές από τα 27 κράτη-μέλη. Οι Βρυξέλλες έχουν καταφέρει να μειώσουν δραστικά τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου χάρη στα διάφορα πακέτα κυρώσεων που έχουν επιβάλει, ωστόσο μέχρι στιγμής διστάζουν να λάβουν μέτρα για το φυσικό αέριο. Και αυτό γιατί το ρωσικό φυσικό αέριο, είτε μέσω αγωγών, είτε μέσω LNG, συνιστά σχεδόν το 19% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ. Η κατάσταση αναμένεται να αλλάξει ελαφρώς το 2025, καθώς η μεταφορά μέσω των αγωγών που περνούν την Ουκρανία διακόπηκε, αλλά τα φορτία ΥΦΑ στα ευρωπαϊκά λιμάνια αυξάνονται σταθερά.

Η ΕΕ συνεχίζει να εισάγει ρωσικό φυσικό αέριο. Πηγή: EU Consilium.
Ένα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές αρχές είναι τα υφιστάμενα συμβόλαια εφοδιασμού μεταξύ των Ευρωπαίων αγοραστών και των Ρώσων προμηθευτών. Ορισμένες εταιρείες είχαν προσπαθήσει να διακόψουν τα συμβόλαιά τους με τη Gazprom, ζητώντας μάλιστα αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστησαν μετά το 2022, χωρίς ωστόσο να καταφέρνουν να λάβουν οποιοδήποτε ποσό. Μία ιδέα που βρίσκεται στο τραπέζι είναι η μαζική ακύρωση των συμβολαίων μέσω κήρυξης «ανωτέρας βίας» ώστε οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να μην αναγκαστούν να πληρώσουν τους ρωσικούς εταίρους τους. Εντούτοις αυτή η κίνηση μπορεί να αποδεχθεί νομικά επικίνδυνη, καθώς τα ιδιωτικά συμβόλαια είναι μυστικά και προστατεύονται από αυστηρή νομοθεσία.
Παράλληλα, υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν μία διαφορετική προσέγγιση. Αντί για την αναγκαστική διακοπή των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου, η επιβολή υψηλών δασμών στο καύσιμο θα καθιστούσε τους Ρώσους προμηθευτές λιγότερο ανταγωνιστικούς. Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως όλες οι προτεινόμενες λύσεις θα κοστίσουν για τους Ευρωπαίους, καθώς η μείωση των ρωσικών ροών καυσίμων είναι η βασική πηγή της κρίσης ενεργειακού κόστους που πλήττει την Ευρώπη. Είτε οι Ευρωπαίοι πάροχοι ενέργειας συνεχίσουν να εισάγουν ρωσικά καύσιμα με επιπλέον χρεώσεις, είτε βρουν εναλλακτικούς προμηθευτές, είναι σχεδόν σίγουρο πως θα αναγκαστούν να πληρώσουν ακριβά.
Η κατάσταση περιπλέκεται με την αμφίσημη στάση της Ουάσιγκτον. Ο Πρόεδρος Τραμπ πιέζει μεν για δραματική αύξηση των εισαγωγών αμερικανικού LNG στην Ευρώπη, κάτι που θα καθιστούσε την ήπειρο διπλά εξαρτημένη από τις ΗΠΑ και θα στοίχιζε πολλά δισεκατομμύρια. Από την άλλη πλευρά, στενοί συνεργάτες του Τραμπ επιθυμούν να εμπλακούν στην επαναλειτουργία των αγωγών NordStream, κάτι που θα σήμαινε έσοδα για τη Ρωσία, και κέρδη για τους Αμερικανούς επιχειρηματίες. Οι ΗΠΑ, όμως, θα έχαναν ένα σημαντικό ποσοστό των εξαγωγών προς την Ευρώπη.
Πέραν αυτών, δεν λείπουν και οι εσωτερικές διαφωνίες στην ΕΕ, με κράτη όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία να πιέζουν για επανέναρξη των εισαγωγών ρωσικών καυσίμων μέσω των αγωγών. Ο οδικός χάρτης της Επιτροπής, που αναμένεται να δημοσιευτεί εντός του Μαΐου μετά από αρκετές καθυστερήσεις, θα πρέπει να λάβει την έγκρισή τους, κάτι που μοιάζει ιδιαίτερα δυσχερές υπό τις παρούσες συνθήκες.