τόσο μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ αλλά και μεταξύ κρατών μελών με υποψήφια κράτη προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση βάσει του άρθρου 4 περίπτωση δ) της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (εφεξής: ΣΛΕΕ) για καθορισμού ζωνών αλιείας μεταξύ αυτών λόγο της συντρέχουσας αρμοδιότητας ΕΕ και των χωρών αυτών είναι αποκλειστικά το ΔΕΕ. Σε άμεση νομική αλληλουχία με την παραδοχή αυτή και ως επίρρωση αυτής η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας από την 23 Ιουνίου 1998 αποτελεί επισήμως πρωτογενές, υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο δίκαιο της ΕΕ (βλ. Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, L 179/5) και ως εκ τούτου δεσμευτικό κοινοτικό κεκτημένο για τις χώρες μέλη της ΕΕ αλλά και sui generis δεσμευτική υποχρέωση των υποψηφίων χωρών για την προσχώρηση τους στην ΕΕ όπως είναι η Τουρκία και η Αλβανία.
Η Τουρκία την 12 Σεπτεμβρίου 1963 υπέγραψε την Συμφωνία Σύνδεσης με την πρώην EOK για εμπορικούς και οικονομικούς σκοπούς. Το ίδιο έγινε και το 2009 μεταξύ της Αλβανίας και την ΕΕ. Προκειμένου να επιλυθεί η ατέρμονη νομική διαφορά περί καθορισμού ΑΟΖ μεταξύ της Ελλάδος ως χώρας μέλος της ΕΕ και της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας προς ένταξη στην ΕΕ οφείλουν να επιλύσουν την θαλάσσια διαφορά τους περί καθορισμού ΑΟΖ αποκλειστικά και μόνο ενώπιον του ΔΕΕ υπό το νομικό πλαίσιο του άρθρου 25 παρ. 2 της Συμφωνίας Σύνδεσης του 1963. Το ίδιο θα ισχύει mutatis mutandis και στην περίπτωση οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας επί τη βάσει της Συμφωνίας Σύνδεσης της Αλβανίας με την ΕΕ την 26 Φεβρουαρίου 2009 όπου βεβαίως αντίστοιχη υποχρέωση υφίσταται.. Το άρθρο 25 παρ. 2 της Συμφωνίας Σύνδεσης της Τουρκίας με την πρώην ΕΟΚ την 12 Σεπτεμβρίου 1963 προβλέπει ρητώς ότι εφόσον οι πολιτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τουρκίας ως υποψήφια χώρα προς ένταξη στην ΕΕ με χώρα μέλους της ΕΕ όπως η Ελλάδα δεν τελεσφορήσουν οφείλει να επιλύει πάσης φύσεως νομικές διαφορές δηλ. μεταξύ άλλων ζητήματα καθορισμού ζωνών αλιείας αποκλειστικά και μόνο ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στο Λουξεμβούργο. Το ίδιο θα ισχύει και για την Αλβανία λόγω της Σύμβασης Σύνδεσης με την ΕΕ την 26 Φεβρουαρίου 2009.
Πέραν τούτου, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Ελλάδα και η Κύπρος ως χώρες μέλη της ΕΕ δικαιούνται αλλά και οφείλουν να οριοθετήσουν την ΑΟΖ τους αποκλειστικά και μόνο στο ΔΕΕ βάσει του άρθρου 273 της ΣΛΕΕ δηλ. με συνυποσχετικό διαιτησίας σε συνδυασμό με το άρθρο 4 περίπτωση δ) όπως παραπάνω. Αυτή η δικαστική διαδικασία μεταξύ των δυο αυτών χωρών της ΕΕ δεν απαιτεί την ύπαρξη διαφοράς όπως αυτή προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 259 της ΣΛΕΕ αλλά μόνο την ύπαρξη νομικής εκκρεμότητας η οποία δεν αποτελεί νομική διαφορά αλλά θα μπορούσε εφόσον οι ενδιαφερόμενες χώρες το επιθυμούν- αντί να το επιλύσουν με διπλωματική συμφωνία- να το επιλύσουν δια της έγκυρης δικαστικής οδού. Στην περίπτωση αυτή προτείνεται η δικαστική διαδικασία στο ΔΕΕ μεταξύ της Ελλάδος με την Κύπρο ως η μόνη ενδεδειγμένη λύση, διότι θα είναι μία ειρηνική διευθέτηση πλήρως συμβατή με το υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο ευρωπαϊκό (ενωσιακό) δίκαιο αλλά και θα έχει την νομική εγκυρότητα αλλά και δεσμευτικότητα βάσει του άρθρου 280 της ΣΛΕΕ της δικαστικής απόφασης του ΔΕΕ έναντι της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας προς ένταξη στην ΕΕ.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η δικαστική αυτή διαδικασία να προηγηθεί χρονικά από δικαστική διαδικασία της Ελλάδος κατά της Τουρκίας αλλά και κατά της Αλβανίας επίσης στο ΔΕΕ, διότι η δικαστική αυτή απόφαση σχετικά με την μέθοδο οριοθέτησης ΑΟΖ δηλ. της μέσης γραμμής θα αποτελέσει δικαστικό προηγούμενο και σε μελλοντικές οριοθετήσεις ΑΟΖ. Φρονώ ότι οποιοδήποτε άλλη νομική θεώρηση/προσέγγιση ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα ήταν αποκλειστικά αρμόδιο για την επίλυση των θαλάσσιων διαφορών κρατών μελών της ΕΕ βλ. Ελλάδα σε σχέση με υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ βλ. Τουρκία και Αλβανία, δεν θα είναι συμβατή με το υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο ευρωπαϊκό (ενωσιακό) δίκαιο ειδικά για την Ελλάδα ως χώρα μέλος της ΕΕ που δεσμεύεται από το ευρωπαϊκό (ενωσιακό) κεκτημένο και μία τέτοια ενέργεια από πλευράς της Ελλάδος θα είναι επιστημονικά λανθασμένη και θα υποδηλώνει ότι ζητήματα του ευρωπαϊκού (ενωσιακού) δικαίου αρνείται να τα επιλύει εντός του ΔΕΕ που είναι το μόνο αρμόδιο δικαστήριο βάσει του άρθρου 19 παρ. 4 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) να εφαρμόζει το δίκαιο της ΕΕ από την στιγμή που η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας έγινε από την 23 Ιουνίου 1998 πρωτογενές, υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο ευρωπαϊκό (ενωσιακό) δίκαιο.
Η Τουρκία ως υποψήφια χώρα προς ένταξη στην ΕΕ- σε περίπτωση που προηγουμένως η Ελλάδα και η Κύπρος στο ΔΕΕ θα έχουν επιτύχει ως μέθοδο οριοθέτησης την μέση γραμμή στον καθορισμό της ΑΟΖ τους- δεν θα μπορεί μελλοντικά στο ΔΕΕ να αντιτάξει άλλη μέθοδο οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ελλάδα πλην της μέσης γραμμής. Αναφορικά με την Σύμβαση Σύνδεσης της Τουρκίας με την πρώην ΕΟΚ την 12 Σεπτεμβρίου 1963 στο άρθρο 25 παρ. 2 προβλέπεται ρητώς ότι το Συμβούλιο Σύνδεσης της Συμφωνίας αυτής είναι ο Θεματοφύλακας της Συμφωνίας αυτής μπορεί μετά από αίτημα χώρας της ΕΕ δηλ. της Ελλάδος εφόσον δεν υπάρξει προηγούμενη πολιτική επίλυση της διαφοράς για καθορισμό ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για καθορισμό ζωνών αλιείας μεταξύ των χωρών αυτών με πρωτοβουλία του να αχθεί η διαφορά αυτή στο ΔΕΕ. Σε περίπτωση που δεν το πράξει, τότε η Ελλάδα ως θιγόμενη χώρα μπορεί και δικαιούται να φέρει την διαφορά αυτή στο ΔΕΕ για επίλυση με δικαστική απόφαση. Το ίδιο θα ισχύει αναλογικά και στην θαλάσσια διαφορά οριοθέτησης ΑΟΖ της Ελλάδος με την Αλβανία, διότι όπως ήδη ελέχθη παραπάνω και η Αλβανία από την 26.2.2009 είναι υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ και το Συμβούλιο Σύνδεσης της αντίστοιχης Συμφωνίας θα μπορούσε να συμμετάσχει ενεργά όπως έχει παρουσιαστεί παραπάνω στην περίπτωση της Τουρκίας στην τελική δικαστική διαδικασία ενώπιον του ΔΕΕ. Σε περίπτωση που δεν θα είναι εφικτό, τότε η Ελλάδα ως θιγόμενη χώρα μπορεί και δικαιούται να φέρει την διαφορά αυτή με την Αλβανία στο ΔΕΕ για επίλυση με δικαστική απόφαση.
Αντί επιλόγου:
Η Ελλάδα και η Κύπρος ως χώρες μέλη της ΕΕ οφείλουν να αδράξουν την μοναδική αυτή δικαστική δυνατότητα που προσφέρει το άρθρο 273 με την υπογραφή συνυποσχετικού διαιτησίας των χωρών αυτών ώστε το ΔΕΕ να αναγνωρίσει την αρμοδιότητα του βάσει του άρθρου 4 περίπτωση δ) της ΣΛΕΕ δηλ. για τον καθορισμό ζωνών αλιείας ως συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΕ και των κρατών μελών της ΕΕ σε συνάφεια με το άρθρο 3, 15 και 121 παρ. 2 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας ως ευρωπαϊκό (ενωσιακό) δίκαιο για τον καθορισμό της ΑΟΖ τους. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι ένα αμιγώς πολιτικό Δικαστήριο και η δικαστική του απόφαση δεν είναι άμεσα εκτελεστή για τις χώρες που προσφεύγουν σε αυτό. Βάσει της πάγιας νομολογίας του ΔΕΕ τα ζητήματα καθορισμού ζωνών αλιείας τόσο μεταξύ χωρών μελών της ΕΕ αλλά και μεταξύ χωρών μελών της ΕΕ σε σχέση με υποψήφιες χώρε προς ένταξη στην ΕΕ οφείλουν να επιλύονται αποκλειστικά και μόνο στο ΔΕΕ.
Από το 1998 και εντεύθεν καμία χώρα της ΕΕ δεν έχει προσφύγει στο Διεθνές δικαστήριο της Χάγης για ζήτημα οριοθέτησης ζώνης αλιείας με παράκτια γειτονική χώρα. Εάν η Ελλάδα ως χώρα μέλος της ΕΕ δυστυχώς επιλέξει να οριοθετήσει ΑΟΖ με την Τουρκία αποκλειστικά και μόνο στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης και χρονικά πριν τον καθορισμό ΑΟΖ με την Κύπρο, όχι μόνο θα παραβιάσει τον νομολογιακό αυτό κανόνα του ΔΕΕ αλλά και το άρθρο 4 περίπτωση δ) της ΣΛΕΕ, αλλά και θα θέσει σε άμεσο και επικείμενο νομικό κίνδυνο τα θαλάσσια κυριαρχικά της δικαιώματα έναντι της Τουρκίας με την υπογραφή συνυποσχετικού, αλλά και θα στερήσει από την κυρίαρχη Κύπρο την δυνατότητα να συμμετάσχει σε μία τέτοια δικαστική διαδικασία και να υποβάλει τις νομικές της θέσεις, διότι το άρθρο 34 παρ. 1 του Κανονισμού Λειτουργίας του Διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης απαγορεύει να συμμετάσχουν στην δικαστική διαδικασία υπερεθνικές νομικές οντότητες βλ. ΕΕ αλλά και τρίτες κυρίαρχες χώρες βλ. Κύπρος.
Είναι πρόδηλο ότι η Κύπρος ως κυρίαρχη χώρα σε μία τέτοια δικαστική διαδικασία θα ζημιωθεί νομικά στον μέγιστο βαθμό από μία τέτοια διαδικασία ερήμην της, διότι το δικαστήριο αυτό δεν θα λάβει υπόψη τις νομικές της θέσεις και ενδέχεται η ΑΟΖ της όπως την ξέρουμε σήμερα να υποστεί σοβαρή συρρίκνωση. Σε αντίθεση με αυτά, το ΔΕΕ είναι αμιγώς νομικό Δικαστήριο με ευρωπαίους δικαστές όπου η δικαστική απόφαση εκτελείται υποχρεωτικά σύμφωνα με το άρθρο 280 της ΣΛΕΕ και επίσης προσφέρει το μοναδικό νομικό και διαδικαστικό πλεονέκτημα να κληθούν και να συμμετάσχουν όλες οι χώρες της ΕΕ αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΕΕ βάσει των ιδρυτικών Συνθηκών της ΕΕ και να καταθέσουν γραπτώς τις προτάσεις τους οι οποίες συγκλίνουν σαφώς με τις νομικές θέσεις της Ελλάδος και της Κύπρου ως προς την ερμηνεία της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας των άρθρων 3, 15 και 121 παρ. 2 ως Ευρωπαϊκό (ενωσιακό) δίκαιο.
Επισυνάπτεται μία νομολογία-σταθμός του πρώην ΔΕΚ και νυν ΔΕΕ Mox plant case περί υπεροχής του ενωσιακού δικαίου για την σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας. Η νομολογία αυτή δεσμεύει την Ελλάδα και την Κύπρο ως χώρες μέλη της ΕΕ και μία ενδεχόμενη προσφυγή της Ελλάδος στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης θα την παραβιάσει βάναυσα και η Ελλάδα να κινδυνεύει να της επιβληθεί βαρύτατο χρηματικό πρόστιμο στο ΔΕΕ εάν το ζήτημα φθάσει μέσω της θιγόμενης Κύπρου ως καταγγελία στην ΕΕ (εδώ).
*Δρ. Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΕΚΠΑ