Επίσης οι πολεμικές συγκρούσεις, η αστάθεια σε πετρελαϊκούς παραγωγούς, η περιορισμένη πρόσβαση από εξαγωγικές περιοχές μπορούν να επηρεάσουν τη τροφοδοσία και να αυξήσουν τις τιμές. Η ανάπτυξη και οι διακυμάνσεις της οικονομίας μπορούν επίσης να επηρεάσουν τη τιμή, ενώ οι περιβαλλοντικές ανησυχίες και η χρήση άλλων ενεργειακών πηγών μπορούν να μειώσουν τη ζήτηση. Όλες αυτές οι αιτίες μεμονωμένα και συνδυαστικά συμβάλλουν στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου και δημιουργούν πιέσεις.
Το «ασανσέρ» στις τιμές των υγρών καυσίμων φαίνεται ότι μεσούσης της θερινής περιόδου απασχολεί έντονα τόσο τον επιχειρηματικό κόσμο, όσο και τα νοικοκυριά, με το «μεγάλο στοίχημα» να είναι που τελικά θα διαμορφωθεί μια «μέση τιμή». Ωστόσο κάτι τέτοιο προς ώρας δεν διαφαίνεται, καθώς μια σειρά παραμέτρων και εξωγενών καταστάσεων δυσκολεύουν μία εκτίμηση για τη τελική διαμόρφωση των τιμών. Η ανοδική ζήτηση για υγρά καύσιμα αποδίδεται αφενός στη πορεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά και στην αυξημένη τουριστική κίνηση, η οποία δείχνει να έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά μακρύτερης περιόδου. Ένας νέος γύρος ανατιμήσεων της βενζίνης και του ντίζελ κίνησης έχει και πάλι ξεκινήσει και σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς οι τιμές κινούνται σε υψηλά για την εποχή επίπεδα.
Ειδικότερα στην «εσωτερική αγορά» η αυξημένη κινητικότητα για τους αδειούχους του Αυγούστου βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και καλούνται να πληρώσουν τα καύσιμα πολύ παραπάνω από ό,τι συνήθιζαν τους προηγούμενους μήνες. Στη νησιωτική χώρα οι τιμές είναι καταφανώς πολύ υψηλότερες σε σχέση με εκείνες των πρατηρίων στην ηπειρωτική χώρα γεγονός που αποδίδεται στο επιπρόσθετο κόστος της μεταφοράς των καυσίμων το οποίο και επηρεάζει μόνιμα την τελική τιμή στην αντλία. Με βάση τα στοιχεία από το Παρατηρητήριο Τιμών Υγρών Καυσίμων του υπουργείου Ανάπτυξης, η μέση πανελλαδική τιμή της βενζίνης έχει εκτοξευτεί σε διάστημα ενός μήνα σχεδόν στα 2 ευρώ ανά λίτρο. Οι τιμές στην αντλία αποτελούν εδώ και χρόνια μόνιμο αντικείμενο συζητήσεων, καθώς οι Έλληνες δεν απολαμβάνουμε φθηνότερα καύσιμα έναντι των υπόλοιπων Ευρωπαίων. Η «World of Statistics» κατατάσσει την Ελλάδα στις δέκα ακριβότερες χώρες στη τιμή της βενζίνης και με την υψηλότερη φορολόγηση στην ΕΕ που αντιστοιχεί στο 58,48% της συνολικής αξίας.
Μετά τη πρόσφατη ανακοίνωση των δύο μεγαλύτερων πετρελαιοπαραγωγών χωρών, Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας, να προχωρήσουν σε επέκταση των περικοπών κατά 1 εκατ. και 300.000 βαρέλια την ημέρα, αναλυτές της UBS, περιμένουν έλλειμμα στην αγορά άνω του 1,5 εκατ. βαρελιών την ημέρα τον Σεπτέμβριο, σε συνέχεια του εκτιμώμενου ελλείμματος 2 εκατ. βαρελιών τον Αύγουστο. Η δε ρωσική κυβέρνηση, μετά τη σύνοδο των υπουργών της ομάδας του ΟΠΕΚ+ ανέφερε ότι όσον αφορά τη ζήτηση, η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 2,4 δισ. βαρέλια την ημέρα. Είναι προφανές ότι το «μείγμα» της μειωμένης διάθεσης πετρελαίου με την αυξημένη ζήτηση από τις αγορές θα είναι «εκρηκτικό». Ως εκ τούτου, τις έξι τελευταίες εβδομάδες, η τιμή του πετρελαίου μπρεντ έχει ενισχυθεί 17% και του αμερικανικού αργού 20% ξεπερνώντας τα 86 δολάρια.
Κύκλοι της αγοράς πιθανολογούν ότι το προσεχές διάστημα το βαρέλι θα κυμανθεί κοντά στα 100 δολάρια αν η ζήτηση συνεχίσει την ανιούσα με τα σενάρια για την διαμόρφωση των λιανικών τιμών να είναι επιπέδου «θρίλερ». Η αγορά θα συνεχίσει να βρίσκεται μεταξύ της σύσφιξης της παγκόσμιας προσφοράς και των φόβων της ζήτησης. Σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα στα 102 εκατ. φέτος. Ωστόσο, η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου προβλέπεται να αυξηθεί μόνο κατά 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα στα 101,5 εκατ. Την ίδια ώρα το ενδιαφέρον στρέφεται στην Κίνα καθώς εμφανίζει διακυμάνσεις ως προς τους δείκτες οικονομικής ανάπτυξης, γεγονός που καθιστά δυσδιάκριτο επί του παρόντος εάν θα «τραβήξει» λιγότερα πετρελαιοειδή η κινέζικη αγορά.
Ο Σεπτέμβριος αναμένεται να είναι ο καθοριστικός μήνας των εξελίξεων, με την Σαουδική Αραβία και την Ρωσία να κρατούν «κρυφά τα χαρτιά τους» για την μετέπειτα πορεία που θα ακολουθήσουν. Η μείωση της παραγωγής πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία φαίνεται να συνδέεται με τους περιορισμούς φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Αν και τα δύο είδη καυσίμων είναι διαφορετικά, η παγκόσμια ενεργειακή αγορά είναι συνδεδεμένη και η δυναμική της μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις παραγωγών και εξαγωγέων. Η Ρωσία είναι άλλωστε ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς φυσικού αερίου και οι περιορισμοί στη παραγωγή του μπορούν να επηρεάσουν την παγκόσμια προσφορά. Εάν λοιπόν συνεχιστούν οι περιορισμοί στις εξαγωγές φυσικού αερίου, οι ευρωπαϊκές χώρες και αγορές θα στραφούν στο πετρέλαιο, καθώς όλες οι χώρες χρησιμοποιούν εναλλακτικά «ενεργειακά πηγάδια» για να καλύψουν εγκαίρως τις χειμερινές ανάγκες τους. Συνεπώς, οι συγκεκριμένες κινήσεις στην ενεργειακή αγορά, προκαλούν τις νέες αυξήσεις στη τιμή του πετρελαίου και για άλλη μια φορά δεν υπάρχει κανένα μυστήριο, αλλά οι γνωστές, συνήθεις αιτίες.
*Λίγα λόγια για τον κ. Βασίλη Κορκίδη:
Ο Βασίλης Κορκίδης είναι Πρόεδρος του ΕΒΕΠ & της ΠΕΣΑ
(ΑΠΕ-ΜΠΕ, 11/08/2023)