Παρά την τεράστια ανάπτυξη που γνωρίζουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παγκοσμίως, με ρυθμούς πάνω από 20% ετησίως, στην Ελλάδα η ανάπτυξή τους παραμένει περιορισμένη.
Παρά το ότι η συμμετοχή των ΑΠΕ στην εγχώρια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εξαιρώντας τα μεγάλα υδροηλεκτρικά, παρουσιάζει έντονα ανοδική πορεία διαχρονικά, με εγκατεστημένη ισχύ 1.048 MW, σε σχέση με 159 ΜW το 1999, εισφέρουν μόλις κατά 4% στη συνολική ηλεκτροπαραγωγή, ενώ συμμετέχουν με 7% στην εγκατεστημένη ισχύ.
Παρά την ανοδική τους τάση, οι ΑΠΕ παραμένουν ανεπαρκώς αναπτυγμένες, κυρίως αν ληφθούν υπόψη οι ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες της χώρας, δηλαδή κυρίως το πλούσιο αιολικό δυναμικό και το υψηλό επίπεδο ηλιοφάνειας.
Οι διαπιστώσεις αυτές προέρχονται από κλαδική μελέτη της Εθνικής Τράπεζας την οποία εκπόνησε ο οικονομικός σύμβουλος του ομίλου, Παύλος Μυλωνάς, στην οποία αναλύεται επίσης και η προοπτική των ΑΠΕ στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα αιολικά πάρκα είναι η κυρίαρχη μορφή ηλεκτροπαραγωγής μέσω ΑΠΕ με ποσοστό 21% (δηλαδή το 85% των ΑΠΕ εξαιρώντας τα μεγάλα υδροηλεκτρικά). Η κυριαρχία των αιολικών είναι εύλογη, καθώς αποτελούν μέχρι σήμερα τη μορφή ΑΠΕ με το χαμηλότερο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας -λόγω πιο «ώριμης» τεχνολογίας σε σχέση με τις άλλες ΑΠΕ.
Η εγκατεστημένη ισχύς σε φωτοβολταϊκά το 2007 καλύπτει μόλις το 0,2% των εγκαταστάσεων ΑΠΕ (περίπου το 1/100 της αντίστοιχης ισχύος των αιολικών εγκαταστάσεων), καθώς το υψηλό κόστος εγκατάστασης και η έλλειψη σαφούς ρυθμιστικού πλαισίου απέτρεπαν τους επενδυτές να εισέλθουν στη συγκεκριμένη αγορά τα προηγούμενα χρόνια.
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα μας προωθείται από:
-
Τους στόχους που έχουν τεθεί από την Ε.Ε. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο για μείωση των εκπομπών των αερίων του Θερμοκηπίου, έχουν τεθεί ενδεικτικοί εθνικοί στόχοι για κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε. αναφορικά με το ποσοστό εγχώριας ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο πρέπει να καλυφθεί από ΑΠΕ μέχρι το 2010. Για την Ελλάδα, το συγκεκριμένο ποσοστό ανέρχεται στο 20,1% της συνολικής κατανάλωσης και 29% για το 2020.
-
Την αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα έτη (ξεπερνώντας τις 80.000 GWh το 2020 από 53.750 GWh το 2007), καθώς και η ζήτηση αιχμής (προσεγγίζοντας τα 16.000 MW το 2020 από 10.600 MW το 2007). Ως εκ τούτου, δεν προβλέπεται οποιοδήποτε επενδυτικό εμπόδιο όσον αφορά τις ΑΠΕ από πλευράς ανεπαρκούς ζήτησης.
-
Τη διαχρονική συρρίκνωση του μεριδίου συμβατικών καυσίμων στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής. O διπλασιασμός του κόστους ηλεκτροπαραγωγής μέσω συμβατικών καυσίμων (λόγω του κόστους αγοράς δικαιωμάτων ρύπων 25-50 ευρώ ανά τόνο εκπομπής), σε συνδυασμό με το γενναιόδωρο θεσμικό πλαίσιο για τις ΑΠΕ.
Ο κλάδος
Η χρηματοοικονομική κατάσταση των εταιρειών του κλάδου παραγωγής αιολικής ενέργειας χαρακτηρίζεται υγιής και αναμένεται να βελτιωθεί διαχρονικά -αν και η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή. Ο κλάδος παραγωγής αιολικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης του κύκλου εργασιών (της τάξης του 50% ετησίως κατά την τελευταία πενταετία) και από υψηλά περιθώρια κερδοφορίας.
Συγκεκριμένα, οι επιδοτούμενες τιμές οδηγούν τα περιθώρια λειτουργικού κέρδους μετά τις αποσβέσεις άνω του 30% το 2006, όταν για το σύνολο του εταιρικού τομέα στην Ελλάδα (εξαιρουμένων των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών) δεν ξεπερνούν το 10%.
Η πορεία σύγκλισης της απόδοσης των επενδυμένων σε ΑΠΕ κεφαλαίων προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (με τα περιθώρια λειτουργικού κέρδους κοντά στο 50%), σε συνδυασμό με την αναμενομένη αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από αιολικά, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει το ROE προ φόρων κοντά στο 30% το 2020, από περίπου 15% το 2006. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η πραγματοποίηση των επενδύσεων σε αιολικά πάρκα ενέχει σημαντική αβεβαιότητα, οι συνθήκες στον κλάδο δύναται να καταστούν λιγότερο ευνοϊκές σε σχέση με το βασικό μας σενάριο.
Φωτοβολταϊκά
Τα φωτοβολταϊκά συστήματα αποτελούν μία αναδυόμενη αγορά, η οποία, υπό προϋποθέσεις, υπόσχεται υψηλές αποδόσεις. Αν και η ελληνική αγορά φωτοβολταϊκών βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο, η πληθώρα των αιτήσεων αντικατοπτρίζει την αισιοδοξία της αγοράς, ότι η επένδυση σε φωτοβολταϊκά εγγυάται γρήγορη απόσβεση του αρχικού κόστους και σημαντικά κέρδη.
Τα χαρακτηριστικά που φαίνεται να έλκουν τους επενδυτές είναι:
- Η εγγυημένη αγορά της συνολικά παραγόμενης ενέργειας σε εγγυημένη υψηλή τιμή για 20 έτη (0,45 ευρώ/KWh έναντι της Οριακής Τιμής Συστήματος που είναι περίπου 0,07 ευρώ /KWh κατά το πρώτο εξάμηνο του 2008).
- Τα ελάχιστα έξοδα λειτουργίας.
- Η υψηλή επιδότηση για το κόστος εγκατάστασης (20%-40%).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κλαδικής μελέτης, ο εσωτερικός βαθμός απόδοσης (IRR) από επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά κυμαίνεται μεταξύ 14% και 23% ετησίως για την επόμενη 20ετία, ενώ επιδεικνύει υψηλή ελαστικότητα σε ενδεχόμενες μεταβολές των παραμέτρων (τιμή αγοράς της ενέργειας, τοποθεσία εγκατάστασης και μέγεθος επένδυσης) - καθιστώντας έτσι κρίσιμο τον προσεκτικό σχεδιασμό στα αρχικά στάδια της επένδυσης.
H προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα έτη λόγω:
- Πλούσιου αιολικού δυναμικού.
Με τη χώρα μας να διαθέτει τεχνικά εκμεταλλεύσιμο αιολικό δυναμικό της τάξης των 11.000-14.000 MW, η ηλεκτροπαραγωγή από ανεμογεννήτριες εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει τις 12.000 GWh το 2020 (περίπου 5.000 MW εγκατεστημένης ισχύος) από περίπου 2.000 GWh το 2007 -καλύπτοντας έτσι το 15% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε, αναφέρεται στη μελέτη, ότι η αυξημένη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά πάρκα δεν συνεπάγεται υψηλότερο κόστος για την ελληνική οικονομία, λόγω των επιδοτούμενων τιμών.
Με δεδομένο ότι η επιδοτούμενη τιμή για τα αιολικά είναι υψηλότερη κατά 15 ευρώ τη μεγαβατώρα από την τρέχουσα οριακή τιμή συστήματος, ενώ η επιβάρυνση λόγω αγοράς δικαιωμάτων ρύπων από λιγνιτικούς σταθμούς θα προσεγγίσει τα 35 ευρώ η μεγαβατώρα για το διάστημα μετά το 2013, η παραγωγή των 12.000 GWh το 2020 από αιολικά προσφέρει στην οικονομία ετήσιο όφελος 240 εκατομμυρίων ευρώ.
Ακόμα και αν συνυπολογιστούν οι επιδοτήσεις κεφαλαίου για τις ΑΠΕ, η προαναφερθείσα παραγωγή από αιολικά προσφέρει στην οικονομία ετήσιο όφελος της τάξης των 140 εκατομμυρίων ευρώ.
- Της ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών. Με τις αιτήσεις μέχρι τις αρχές του έτους να ξεπερνούν τις 7.900 (που αντιστοιχούν σε ισχύ 3.750 ΜW), η ηλεκτροπαραγωγή από φωτοβολταϊκά εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τις 900 GWh το 2020 (περίπου 700 MW εγκατεστημένης ισχύος) από περίπου 10 GWh το 2007 -καλύπτοντας έτσι το 1,1% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας αναφέρει ότι οι συνολικές εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής που αναμένονται για το 2020 φθάνουν τα 24.400 MW (από 14.300 MW το 2007), με περίπου 6.000 ΜW να αφορούν ΑΠΕ.
Λαμβάνοντας υπόψη την αποδοτικότητα κάθε μορφής ενέργειας, οι συνολικές εγκαταστάσεις θα οδηγήσουν σε παραγωγή άνω των 90.000 GWh, υπερκαλύπτοντας έτσι την αναμενόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας για το 2020, που υπολογίζεται σε περίπου 80.000 GWh. Η συμμετοχή των ΑΠΕ στην άνω παραγωγή ενέργειας αναμένεται να προσεγγίσει το 17%, με εξαίρεση τα μεγάλα υδροηλεκτρικά.
Από τα δεδομένα αυτά καταλήγει η μελέτη ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια, ξεπερνώντας τις 80.000 γιγαβατώρες το 2020, από 53.750 το 2007. Ετσι δεν προβλέπεται οποιοδήποτε επενδυτικό εμπόδιο όσον αφορά τις ΑΠΕ, από πλευράς ανεπαρκούς ζήτησης. Το μόνο βασικό εμπόδιο στην ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι η γραφειοκρατία κατά την περίοδο έναρξης λειτουργίας μονάδων ΑΠΕ.
Τα εμπόδια
Παρά τις ευνοϊκές συνθήκες, σημαντικοί παράγοντες εμποδίζουν πρακτικά την ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα, όπως:
- Δυσχερής και χρονοβόρα διαδικασία αδειοδότησης
- Ελλειψη χωροταξικού σχεδιασμού
- Η εγκατάσταση μονάδων με χρήση ΑΠΕ εγείρει συχνά την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων χορήγησης των αδειών
- Η κατασκευή, λειτουργία και συντήρηση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής εξαρτάται από τους προμηθευτές και τη διαθεσιμότητα εξοπλισμού και πρώτων υλών.
(Από την εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 12/08/2008)