Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος (βλ. «Τα Νέα», 22 Αυγούστου) πολλές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής, ακολουθούν πολιτικές που συχνά ενοχλούν τους περισσότερους πολίτες τους. Αυτό συμβαίνει γιατί προτιμούν να συμβαδίζουν με την νοοτροπία της πολιτικής ορθότητας και όχι με τις αξίες και τις αρχές που παραδοσιακά δέχονται οι κοινωνίες τους. Στρέφονται σε πολιτικές που ενώ δεν είναι σίγουρο πως λύνουν προβλήματα, εντούτοις ενοχλούν τις λαϊκές τους βάσεις και προκαλούν ζητήματα που ουδέποτε στο παρελθόν είχαν προκύψει. Τέτοιες πολιτικές μακροπρόθεσμα υποσκάπτουν την δημοκρατία, αφού αυτή δύσκολα επιβιώνει χωρίς την στήριξη του πληθυσμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ασύμβατης, με τις ανάγκες της κοινωνίας, πολιτικής είναι η στάση των κυβερνήσεων απέναντι στην λεγόμενη κλιματική αλλαγή. Ενώ ουδείς μπορεί εύκολα να αμφισβητήσει ότι υπάρχουν διακυμάνσεις στην συμπεριφορά του κλίματος χρόνο με τον χρόνο (άλλα έτη είναι πιο θερμά ή πλέον κρύα από άλλα), δεν έχουν παρατηρηθεί ουσιαστικές μεταβολές. Στα βόρεια και νότια κλίματα οι 4 εποχές αλλάζουν με κανονική περιοδικότητα και τα πτηνά μεταναστεύουν κάθε χρόνο με μαθηματική ακρίβεια. Παρ’ όλα αυτά, οι κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα για την δραστική μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα παρά το γεγονός ότι η αύξηση του CO2 στην ατμόσφαιρα δεν σχετίζεται άμεσα με την απειροελάχιστη, έτσι και αλλιώς, αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη (+1 βαθμός Κελσίου τα τελευταία 300 χρόνια). Υπήρξαν μεγάλες περίοδοι, σε ιστορικούς χρόνους, με πολύ υψηλότερα επίπεδα θερμοκρασίας χωρίς να υπάρχουν ανθρωπογενείς εκπομπές CO2.
Παρά την σαφή έλλειψη επιστημονικής τεκμηρίωσης, και βασιζόμενες αποκλειστικά σε προβολές στο μέλλον βάσει μαθηματικών μοντέλων, οι κυβερνήσεις, με προεξέχουσα την πολυπράγμονα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παίρνουν μέτρα για την δραστική μείωση των εκπομπών CO2 στην ατμόσφαιρα. Αυτό πρακτικά σημαίνει αύξηση περιβαλλοντικών ελέγχων, φορολογικές επιβαρύνσεις και προπαντός παρεμβάσεις για την απαγόρευση χρήσης υδρογονανθράκων επειδή, δήθεν, οι εκπομπές κατά την καύση τους ευθύνονται για την αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Και, παρά το γεγονός ότι το 85% της ενεργειακής κατανάλωσης του πλανήτη καλύπτεται από ορυκτά καύσιμα, οι κυβερνήσεις αποθαρρύνουν τις έρευνες για την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων υπό το έωλο και παραπλανητικό επιχείρημα των εγκλωβισμένων κοιτασμάτων (stranded assets)
Όλα αυτά έχουν συνήθως ως συνέπεια την αύξηση του κόστους ζωής, την σταθερή αύξηση του κόστους του ηλεκτρισμού, την κοστοβόρα έλλειψη ενέργειας και πολλές αρνητικές επιπτώσεις στον τομέα των καλλιεργειών και της γεωργίας. Συνολικά η εμμονή των κυβερνήσεων σε μέτρα για την κλιματική αλλαγή, που είναι άγνωστο ποιος τα έχει εμπνευστεί και σε ποιον βαθμό έχουν αποτέλεσμα σχετικά με το περιβάλλον, οδηγεί σε μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια, σε οικονομική δυστοκία και σε αύξηση εκδηλώσεων κατά των πολιτικών ελίτ στην κοινωνία.