Η αλλαγή του κλίματος λόγω της υπερθέρμανσης, χωρίς πια αμφιβολία οφείλεται στην υπερβολική συσσώρευση αερίων του θερμοκηπίου, που εκλύονται κυρίως από την καύση πετρελαίου, άνθρακα, λιγνίτη και φυσικού αερίου. Αν δεν σταματήσει άμεσα η αύξηση των εκπομπών, το κλίμα της Γης θα επιβαρύνεται συνέχεια, με ανυπολόγιστες και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στη διαβίωση, στο περιβάλλον, στην παραγωγή και την οικονομία.
Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής οφείλονται στην αυξανόμενη ένταση των εξής έξι φαινομένων: 1) κύματα καύσωνα και ψύχους, 2) ανεμοθύελλες, 3) ξηρασίες, 4) πλημμύρες ποταμών, 5) παράκτιες πλημμύρες και 6) πυρκαγιές. Αυτά συνδυάζονται και με απώλεια οικοσυστημάτων και μείωση βιοποικιλότητας. Επιδρούν στο περιβάλλον διαβίωσης και παραγωγής, καταστρέφοντας και απαξιώνοντας υποδομές και συχνά με θύματα, ανθρώπων και ζώων, ή την αναγκαστική τους μετακίνηση και μετανάστευση. Το κόστος αποκατάστασης των ζημιών αυτών είναι αυξανόμενο και η ασφάλιση υποδομών τεχνικά και οικονομικά αδύνατη.
Στην περίπτωση που ο πλανήτης δεν καταφέρει να συγκρατήσει την άνοδο της θερμοκρασίας κάτω από τους 2 ή 1,5 βαθμούς Κελσίου, όπως προβλέπει η συμφωνία του Παρισιού, θα συμβούν ακραία φαινόμενα ολοένα πιο δραματικής έντασης, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις για τον άνθρωπο, το περιβάλλον, τις υποδομές και την παραγωγή.
Αυτή την πραγματικότητα που ήδη αρχίζει να βιώνει ο πλανήτης, δεν την έχει αντιμετωπίσει το κράτος στην πλήρη της διάσταση. Η πολιτική του κράτους για την κλιματική προστασία και προσαρμογή υστερεί, το κράτος ακόμη εκπλήσσεται από τα φαινόμενα, χωρίς να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις μελέτες και επιστημονικές προειδοποιήσεις. Η υστέρηση της πολιτικής συμβαίνει στις περισσότερες χώρες και εν μέρει εξηγείται από το ότι το φαινόμενο είναι καινοφανές, το κόστος αντιμετώπισης ιδιαίτερα υψηλό και η διοικητική αναδιάρθρωση ιδιαίτερα απαιτητική.
Πρώτιστο μέλημα είναι βέβαια να μηδενιστεί η χρήση ορυκτών καυσίμων και να συγκρατηθεί η πορεία της κλιματικής αλλαγής. Ομως αυτό πρέπει να γίνει από όλες τις χώρες συγχρόνως σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η Ευρώπη πρωτοπορεί στην αναδιάρθρωση των ενεργειακών συστημάτων, όμως αυτό δεν αρκεί. Ο τεχνολογικός ανταγωνισμός για νέα καθαρά προϊόντα, που δεν επιβαρύνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ωθεί σήμερα τις περισσότερες χώρες στην προώθηση των καθαρών μορφών ενέργειας, όμως με αργό ρυθμό και καθυστερήσεις, οι οποίες δεν συνάδουν με τον επείγοντα χαρακτήρα των επιπτώσεων από την κλιματική μεταβολή. Κάθε οπισθοδρόμηση προς τα ορυκτά καύσιμα, στο όνομα κοντόφθαλμων συμφερόντων ή στον ανταγωνισμό με άλλες χώρες, είναι καθαρή ανοησία. Μάλιστα κάθε τέτοια πολιτική εγκληματικά αγνοεί τους κινδύνους από την κλιματική μεταβολή για τους ίδιους τους κατοίκους και τις υποδομές της χώρας, που υποτίθεται ότι υποστηρίζει.
Ομως, επειδή τα ακραία φαινόμενα έχουν ήδη ενταθεί και επειδή ο μετριασμός των κλιματικών μεταβολών είναι αρκετά αβέβαιος, κάθε χώρα οφείλει άμεσα να εφαρμόσει μεγάλες επενδύσεις προστασίας από τις επιπτώσεις της κλιματικής μεταβολής και ειδικό μακροχρόνιο πρόγραμμα προσαρμογής στο νέο κλίμα. Οι επενδύσεις προστασίας και προσαρμογής δεν είναι άμεσα παραγωγικές, αλλά αν γίνουν έγκαιρα αποσοβούν πολλαπλάσιο οικονομικό κόστος από την αποφυγή των ζημιών. Πρόκειται για επενδύσεις ασφάλισης της χώρας και απαιτούν μακροχρόνιο προγραμματισμό, υψηλούς χρηματικούς πόρους, μελέτη και σοβαρή διοικητική αναδιάρθρωση. Η μελέτη της στρατηγικής προσαρμογής είναι σε εξέλιξη και στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς τα ακραία κλιματικά συμβάντα εκτυλίσσονται γρηγορότερα.
Η πολιτική του κράτους για την κλιματική προστασία και προσαρμογή υστερεί.
Οι μελέτες στην Ευρωπαϊκή Ενωση επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα, μαζί με τις λοιπές χώρες της Μεσογείου, είναι μεταξύ των πιο ευάλωτων στην κλιματική μεταβολή σε όλες τις έξι κατηγορίες κλιματικών φαινομένων. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η άμεση εφαρμογή εκτεταμένου προγράμματος επενδύσεων προσαρμογής και προστασίας από την κλιματική μεταβολή. Η έκταση των επενδύσεων προστασίας υπολογίζεται ότι πρέπει να είναι μεγαλύτερης τάξης μεγέθους από κάθε μέχρι τώρα πρόγραμμα σχετικών επενδύσεων.
Ειδικά για τις πλημμύρες ποταμών, οι στατιστικές ήδη επιβεβαιώνουν ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη αυξάνει τον κίνδυνο πλημμύρας ποταμών και ειδικά σε περιοχές που είναι επιρρεπείς στις πλημμύρες. Οι μελέτες στην Ευρώπη υπολόγισαν ήδη ότι λόγω της κλιματικής μεταβολής οι πλημμύρες ποταμών στην Ευρώπη θα επιφέρουν σε 2-3 δεκαετίες τουλάχιστον δεκαπλάσιες απώλειες από σήμερα. Οι πλημμύρες ποταμών υπολογίζονται ότι σήμερα κοστίζουν 8 δισ. ευρώ/έτος, σύμφωνα με στοιχεία για τα έτη 2018-2019, τα οποία ήδη έχουν σήμερα αυξηθεί.
Τέσσερις επιλογές επενδύσεων προσαρμογής έχουν διερευνηθεί σε ευρωπαϊκή κλίμακα: Α) μείωση των πιθανοτήτων πλημμύρας με επενδύσεις σε υποδομές συγκράτησης υδάτων (ειδικά φράγματα). Β) ενίσχυση υφιστάμενων συστημάτων αναχωμάτων. Γ) ενίσχυση κτιρίων και υποδομών. Δ) μετεγκατάσταση δραστηριοτήτων.
Ως πιο αποτελεσματικό μέτρο αναφέρονται οι υποδομές συγκράτησης υδάτων (φράγματα), που απαιτούν τουλάχιστον 5-10 δισ. ευρώ επενδύσεις κατ’ έτος στην Ε.Ε., οι οποίες όμως θα μείωναν το κόστος των ζημιών, με απόδοση 5 ευρώ κόστος ζημιών που αποφεύγεται ανά ευρώ επένδυσης.
Η ενίσχυση των υφιστάμενων συστημάτων αναχωμάτων μπορεί επίσης να αποτρέψει τις πλημμύρες μέχρι κάποιου σημείου, ωστόσο μεταφέρουν τον κίνδυνο κατάντη και δεν αρκούν σε περίπτωση πολύ ακραίων φαινομένων. Η εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης κτιρίων και υποδομών δεν αποφεύγει τις πλημμύρες, αλλά μπορεί να μειώσει τις αναμενόμενες ζημιές με αρκετά οικονομικό τρόπο. Η μετεγκατάσταση είναι λιγότερο αποδοτική από πλευράς κόστους και πρακτικής εφαρμογής.
Στην Ελλάδα το ζήτημα των ακραίων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και η αναγκαιότητα επενδύσεων για την προστασία από την κλιματική μεταβολή μελετήθηκε επιστημονικά σε βάθος και κατά τομέα για πρώτη φορά το 2011 από ευρεία επιστημονική επιτροπή, με υποστήριξη από την Τράπεζα της Ελλάδος. Στο σχετικό βιβλίο που εκδόθηκε το 2011 επισημάνθηκαν αυτά που αρχίζουμε να βιώνουμε σήμερα και υπολογίστηκε αναλυτικά το κόστος των συστηματικών επενδύσεων που χρειάζονται.
*Ο κ. Παντελής Κάπρος είναι ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")