και έρχεται να ρίξει λάδι στην φωτιά που έχουν πάρει οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών. Συνέπεια των στενών οικονομικών και αμυντικών σχέσεων που έχει αναπτύξει η Τουρκία τα τελευταία χρόνια με το Κρεμλίνο του προέδρου Πούτιν και την άρνηση της να επιβάλλει κυρώσεις κατά της Ρωσίας, μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία, αλλά και να προωθήσει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟπαρά τις διαβεβαιώσεις που παρείχε ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν κατά την συνάντηση της Συμμαχίας στο Βίλνιους.
Σύμφωνα με δηλώσεις του Τούρκου υπουργού ενέργειας Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ οι συνομιλίες της Άγκυρας με την Κίνα έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο σε σημείο που έχει ήδη ξεκινήσει επιτόπια εδαφολογική έρευνα και έχει επιλέγει η τοποθεσία στην περιοχή Κιρκλαρέλι στην Ανατολική Θράκη, προκειμένου να κατασκευαστεί ο τρίτος πυρηνικός σταθμός στην χώρα. «Έχουμε φτάσει σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο στις συζητήσεις μας με την Κίνα και πρέπει να τις οριστικοποιήσουν με μέσα στους επόμενους λίγους μήνες», δήλωσε ο Τούρκος υπουργός. Αυτό εξ άλλου πιστοποιήθηκε από την επιτόπια επίσκεψη στην Ανατολική Θράκη από εκπροσώπους του Τουρκικού Υπουργείου Ενέργειας, της Τουρκικής Αρχής Πυρηνικής Ενέργειας (Turkish Nuclear Power Administration) και των Κινεζικών οργανισμών National Energy Administration και της State Power Investment Administration.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους στον απόηχο της ανωτέρω επίσκεψης στον χώρο εγκατάστασης του νέου πυρηνικού σταθμού, ο Τούρκος υπουργός ενέργειας δήλωσε, «Δεν νομίζω ότι έχουμε μεγάλες διαφορές. Μπορούμε να συνάψουμε σύντομα συμφωνία με την Κίνα για το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας». Παράλληλα συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις με την Ρωσία αλλά και με την Νότια Κορέα για την δημιουργία του δεύτερου πυρηνικού σταθμού της χώρας που πρόκειται να κατασκευαστεί σε ήδη χωροθετημένη περιοχή στην επαρχία της Σινώπης στην Μαύρη Θάλασσα.
Το πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας, το οποίο έχει τις καταβολές του στην δεκαετία του 1960 αλλά πέρασε από πολλές φάσεις μέχρις ότου τεθεί ένα ρεαλιστικό πλαίσιο και ξεκινήσει να υλοποιείται το 2008, προβλέπει την κατασκευή τριών μεγάλων πυρηνικών σταθμών σε τρεις διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της χώρας με συνολική εγκατεστημένη ισχύ περίπου στα 15 GW καθώς και την επιπλέον εγκατάσταση 10 με 15 μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMD) συνολικής ισχύος 5 GW. Έτσι μέχρι το 2035 η Τουρκία αναμένεται να αυξήσει την εγκατεστημένη ηλεκτρική της ισχύ από πυρηνικά κατά 20 GW. Σήμερα είναι υπό κατασκευή ο πυρηνικός σταθμός στο Ακούγιου ο οποίος αποτελείται από 4 μονάδες των 1200 MW η κάθε μία.
Η κατασκευή της πρώτης μονάδος έχει ήδη ολοκληρωθεί και πρόκειται να τεθεί σε εμπορική λειτουργία εντός του 2024 ενώ οι υπόλοιπες θα έχουν ολοκληρωθεί και ενταχθεί στο ηλεκτρικό σύστημα μέχρι το 2026.
Τόσο ο πυρηνικός σταθμός του Ακούγιου όσο και αυτοί της Σινώπης (4.6 GW) και στο Κιρκλαρέλι (5.3 GW) θα έρθουν να προστεθούν σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο που σήμερα φθάνει τα 95 GW και διαρκώς αυξάνεται προκειμένου να ικανοποιήσει μια υψηλή ενεργειακή ζήτηση, που προκαλείται από ισχυρούς δημογραφικούς παράγοντες, και τρέχει με μέσο ετήσιο ρυθμό + 3,5 % την τελευταία πενταετία, παρά τα σοβαρά προβλήματα της Τουρκικής οικονομίας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΕΝΕ, όπως αυτές παρουσιάζονται στο SEE Energy Outlook 2022, η ακαθάριστη ενεργειακή ζήτηση (GIS) της Τουρκίας πρόκειται να αυξηθεί κατά 50% την περίοδο 2020 με 2040 και να φθάσει τα 210 Mtoe από 140 Mtoe που είναι σήμερα. Με σημαντικό μέρος της ζήτησης, γύρω στο 28% να καλύπτεται από ΑΠΕ, το 23% από άνθρακα, το 17% από φυσικό αέριο, το 27% από πετρέλαιο και ένα 5% από πυρηνική ενέργεια. Με την συμμετοχή των πυρηνικών να αρχίσει να φαίνεται στο ενεργειακό ισοζύγιο ήδη από το 2025. Βλέπουμε λοιπόν ότι το ενδιαφέρον της Τουρκίας για την πυρηνική ηλεκτροπαραγωγή δεν είναι όψιμο και έρχεται να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες ενός διαρκώς αυξανόμενου πληθυσμού που μέχρι το 2040 εκτιμάται ότι θα έχει ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια.
Μπορεί ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν να διαπραγματεύεται και να κλείνει δουλειές και με τους δύο μεγάλους εχθρούς των ΗΠΑ, την Ρωσία και την Κίνα, όμως οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας του είναι ιδιαίτερα πιεστικές που δεν αφήνουν περιθώρια για πολιτικές αβρότητες. Εξ άλλου και οι δυο ανωτέρω χώρες, κινούμενες από γεωπολιτικά συμφέροντα, έχουν προσφέρει οικονομικά πακέτα και ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης των έργων που οι ΗΠΑ θα είχαν μεγάλη δυσκολία να ανταποκριθούν, ιδίως με την αρνητική εικόνα που επικρατεί τελευταία στην Ουάσινγκτον για την Τουρκία.