Αλήθεια, τι έχουμε να συζητήσουμε στον απόηχο τέτοιας ρητορικής; Και, επίσης, πώς είναι δυνατόν αφ’ ενός να υφίσταται η Αθήνα «φιλικές παροτρύνσεις» από τους Δυτικούς της συμμάχους να συνομιλήσει με την Άγκυρα και την ίδια στιγμή η τελευταία και «να πατά σε δύο βάρκες» στο Ουκρανικό και να εξαπολύει φραστικούς «μύδρους» κατά του Ισραήλ και των ΗΠΑ με αφορμή τη Γάζα; Ποιο διακύβευμα ακριβώς καλείται να εξυπηρετήσει η Ελλάδα συμμετέχοντας σε έναν τέτοιο διάλογο;
Ας πούμε ξεκάθαρα το προφανές: ο τρέχων ελληνοτουρκικός διάλογος αναγγέλθηκε κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, γιατί στόχος του είναι να εξυπηρετήσει μία νατοϊκή σκοπιμότητα (όπως κάθε ελληνοτουρκικός διάλογος μεταπολεμικά…). Και αυτή η σκοπιμότητα δεν είναι άλλη από την επείγουσα, για τη Δύση, αναγκαιότητα να δελεαστεί η Τουρκία να εγκαταλείψει την επαμφοτερίζουσα θέση της στο Ουκρανικό και να στραφεί απόλυτα ενάντια στη Ρωσία. Και, φυσικά, αυτό θα γίνει αποκλειστικά και μόνο με υποχωρήσεις της Ελλάδος…
Ξεχνούν κάποιοι – και στην Αθήνα αλλά και σε Ουάσιγκτον, Λονδίνο και Βερολίνο – πως η Άγκυρα ειδικεύεται διαχρονικά στο οθωμανικό διπλωματικό παζάρι και το ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου». Το πιθανότερο είναι, άρα, να συνεχίσει να λοξοκοιτά προς τη Μόσχα ώστε να εκμαιεύει εις το διηνεκές από τη Δύση ακόμη περισσότερες ελληνικές υποχωρήσεις. Και πώς μπορεί να γίνει κάτι άλλο, όσο δε χρησιμοποιούν, για να τη φέρουν στα νερά τους, «μαστίγιο» αλλά μόνο «καρότο» - και, μάλιστα, αποκλειστικά από το «μποστάνι» το δικό μας και όχι το δικό τους;
Και με αυτές τις παρατηρήσεις, ας διατυπώσουμε κάποια ερωτήματα σχετικά με την τρέχουσα κρίση στο Μεσανατολικό, που καλό θα είναι να έχει υπ’ όψιν η ελληνική διπλωματία:
- Θα σημειωθεί ολοκληρωτική ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ μετά την προχθεσινή απόφαση απόσυρσης των διπλωματών του τελευταίου, την οποία πυροδότησαν οι εμπρηστικές δηλώσεις Ερντογάν υπέρ της Χαμάς; Ακόμη και σε περιόδους που η ρητορική του Τούρκου προέδρου είχε απόλυτα εχθρικούς τόνους προς το Ισραήλ, το τελευταίο δεν προχώρησε σε ολοκληρωτική διάρρηξη σχέσεων με την Άγκυρα, γιατί η γεωγραφική του θέση το υποχρεώνει στο να ανέχεται τη συμπεριφορά της, ως ένα – δύστροπο – αποκούμπι. Θυμίζουμε πως οι σχέσεις των δύο κρατών αποκαταστάθηκαν πέρυσι το καλοκαίρι, μετά από τετραετή διακοπή – το 2018 – μολονότι κακοφόρμιζαν από το επεισόδιο του «Μαβή Μαρμαρά», το 2010.
- Αν, σύμφωνα με κάποια σενάρια, Αθήνα και Λευκωσία υποχρεωθούν να δεχθούν κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστινίων προσφύγων, δεν πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν πως πρόκειται για ένα πληθυσμό του οποίου ο Ερντογάν έχει αυτοαναγορευθεί «προστάτης»; Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, σε αντίθεση με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν συναντήθηκε με τον Παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούτ Αμπάς, σπάζοντας μία πολύχρονη παράδοση στη διπλωματική μας συμπεριφορά στο Μεσανατολικό.
- Μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα εμπλακούμε σε μία κατάσταση κατά την οποία η Άγκυρα απλά θα εκτονώνει την οργή των μαζών του μουσουλμανικού κόσμου με τις νέο-χαλιφικές «ονειρώξεις» του κ. Ερντογάν ενώ εμείς θα υποδεχόμαστε τα κύματα των (συχνά ριζοσπαστικοποιημένων) προσφύγων, με εύλογες συνέπειες για την εσωτερική μας ασφάλεια και τις δημογραφικές μας ισορροπίες;
Υπό το φως των ερωτημάτων αυτών πρέπει να δούμε και την πρόσφατα προαναγγελθείσα (διά του Τύπου) συμφωνία τριών σημείων για το μεταναστευτικό και η οποία πρόκειται να οριστικοποιηθεί υπό τη μορφή «μνημονίου κατανόησης» κατά το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών στη Θεσσαλονίκη παρουσία των κκ. Μητσοτάκη και Ερντογάν. Το τρίπτυχο «συνεργασία λιμενικών, αποφυγή εμπρηστικών δηλώσεων, ετήσια βίζα» πόσο ακριβώς διασφαλίζει την ασφάλεια των θαλάσσιων συνόρων μας με την Τουρκία αν ρητώς αυτά δεν αναγνωρίζονται από την τελευταία;
Αν η Δύση έχει στρατηγική αμηχανία στη σχέση της με την Άγκυρα και τον κ. Ερντογάν, Αθήνα και Λευκωσία δεν έχουμε κανέναν λόγο να συναινέσουμε στη διαιώνισή της. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να μείνουμε εμείς με τον «μουτζούρη» στο χέρι…