Οχι μόνο γιατί άνοιξε ένα νέο μέτωπο σε μια περιοχή φαινομενικής από ό,τι αποδείχθηκε ηρεμίας, αλλά γιατί αναγκάζει, ειδικότερα τους Αμερικανούς, να απολογούνται για τις πράξεις του Ισραήλ.
Και ουσιαστικά να κάνουν διαχείριση ζημιάς, δεδομένου ότι ένα σημαντικό κομμάτι του αραβικού και μουσουλμανικού (και όχι μόνο) κόσμου στρέφεται εις βάρος της σφοδρότητας της αντεπίθεσης του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας κι έτσι κρατάει ακόμη μεγαλύτερες αποστάσεις από τους Δυτικούς και εν προκειμένω την Ουάσιγκτον, καθώς αυτή είναι ο σημαντικότερος εταίρος του Τελ Αβίβ. Μάλιστα, δυνάμεις με αναθεωρητικές βλέψεις, όπως είναι η Ρωσία, η Κίνα, αλλά και η νατοϊκή Τουρκία, δαιμονοποιούν τον αμερικανικό παράγοντα, γεγονός που ανάλογα με τον βαθμό απήχησης του λόγου τους εκ των πραγμάτων περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών των ΗΠΑ και σε άλλα μέτωπα. Δηλαδή, είναι πιο δύσκολο στη σκιά του πολέμου στη Γάζα για τους Αμερικανούς να απαιτούν ή έστω να επιζητούν την υποστήριξη κρατών εκτός του δυτικού συνασπισμού στο ζήτημα της Ουκρανίας.
Γιατί μπορεί στο τελευταίο η Μόσχα να βρίσκεται εν αδίκω, αλλά στην αρχική απροθυμία των περισσοτέρων κρατών στον πλανήτη να ταχθούν εμφατικά ενάντια στην εισβολή της, προστίθεται μια σύγκρουση που «ρουφάει» διπλωματικό κεφάλαιο από τις ΗΠΑ και τις φέρνει σε θέση άμυνας, όσο ισορροπημένη και εποικοδομητική (π.χ. στην απελευθέρωση των ομήρων) κι αν είναι η στάση τους.
Ως εκ τούτου, τα τεκταινόμενα στη Λωρίδα της Γάζας και την ευρύτερη Μέση Ανατολή αντανακλούν αρνητικά για τη Δύση στα ακόλουθα πεδία: πόροι, προσοχή και εικόνα – επικοινωνία. Και υπογραμμίζουν στους ήδη κουρασμένους από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις παρενέργειές του Δυτικούς, ότι είναι προτιμότερο τα μέτωπα να κλείσουν απ’ το να ανοίξουν νέα.
Είναι σαν να δημιουργείται μια ανάγκη ψυχολογική αλλά και πρακτική, λόγω του ότι η εκτίναξη των τιμών σε βασικά αγαθά και η άνοδος του πληθωρισμού αποδίδονται εν μέρει στο Ουκρανικό, να δοθεί ένα γρήγορο τέλος. Ετσι λοιπόν, η έμφαση δεν είναι για αρκετούς, αν όχι για τους περισσότερους, στο πώς θα λήξει η σύρραξη στην Ουκρανία, αλλά στην ανάγκη αυτή να λήξει γρηγορότερα παρά αργότερα. Πάνω σ’ αυτή την κόπωση, άλλωστε, επενδύει και η Ρωσία, προπαγανδίζοντας ότι η βοήθεια στην Ουκρανία είναι περίπου άδικος κόπος και ότι όσοι την προσφέρουν ματαιοπονούν, αν νομίζουν ότι η Μόσχα θα υποχωρήσει.
Καλλιεργείται επομένως η άποψη ότι η συνέχιση της στήριξης του Κιέβου είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε διάφορους κύκλους (και όχι απαραίτητα με φιλορωσική διάθεση) να την αρνούνται και να βάζουν εμπόδια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι Ρεπουμπλικανοί έχουν επιχειρήσει να μπλοκάρουν τη βοήθεια προς την Ουκρανία, ενώ στην Ε.Ε. η Γερμανία αρνείται να δώσει επιπλέον χρήματα μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, αφού θεωρεί ότι έχει κάνει σε πολλαπλάσιο βαθμό το χρέος της. Αλλωστε οι Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως και ο Μπάιντεν, θα πρέπει να κρατήσουν ζωντανή τη φλόγα της ουκρανικής αντίστασης και κυρίως της αναγκαιότητας να εξακολουθεί η Δύση να τη συντηρεί, όταν αρκετοί εξ αυτών δεν είναι πεισμένοι, βρισκόμενοι σε συνθήκες εσωτερικής αμφισβήτησης κι ενώ πλησιάζουν οι ευρωεκλογές τον Ιούνιο και οι αντίστοιχες προεδρικές τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Στη σκιά του πολέμου στη Γάζα, είναι πιο δύσκολο για τους Αμερικανούς να επιζητούν την υποστήριξη κρατών εκτός του δυτικού συνασπισμού στο ζήτημα της Ουκρανίας.
Στην περίπτωση των ΗΠΑ, ο ένοικος του Λευκού Οίκου δέχεται εκ δεξιών επικρίσεις γιατί δεν μετριάζει την παροχή βοήθειας προς την Ουκρανία, που θεωρείται για πολλούς Ρεπουμπλικανούς δευτερευούσης σημασίας και δεν στηρίζει με απόλυτο τρόπο το Ισραήλ. Στην Ευρώπη, οι πολυπληθείς διαδηλώσεις εναντίον των πρακτικών του Ισραήλ βάζουν πίεση στις κυβερνήσεις, ενώ η υποστήριξη στον ουκρανικό σκοπό φθίνει.
Το αφήγημα ότι η Δύση ακολουθεί πολιτική δύο μέτρων και σταθμών, παρότι έωλο στη βάση του, καθώς δεν είναι ίδιας φύσης οι δύο πόλεμοι (Ρωσίας και Ισραήλ), καταλήγει να δημιουργεί σύγχυση και να νερώνει το μήνυμα αποφασιστικότητας προς τη Μόσχα. Την ίδια στιγμή η μάχη εξουσίας που μαίνεται στην Ουκρανία, με σκάνδαλα διαφθοράς να βλέπουν το φως της δημοσιότητας, εν μέσω πενιχρών αποτελεσμάτων επί του πεδίου, μεγαλώνει τον προβληματισμό και αλλοιώνει το στοιχείο ηθικής και δικαιοσύνης, στο οποίο βασίστηκε εν πολλοίς η νομιμοποίηση της δυτικής υποστήριξης. Είναι επιτακτικό αλλά και αβέβαιο αν τελικά η Δύση θα καταφέρει να βρει τη χρυσή τομή.
* O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")