Ο οριενταλισμός, δηλαδή η τάση εκλογίκευσης και νομιμοποίησης της αποικιοκρατίας και της νεοαποικιοκρατίας, μέσα από το χώρο της τέχνης, αλλά και των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και ανθρωπολογικών επιστημών που ασχολούνται με λαούς και πολιτισμούς της Ασίας και ιδιαίτερα της Μέσης Ανατολής., αντανακλά και στις σχέσεις της Μεγάλης Βρετανίας με την Ελλάδα. Από τότε που η χώρα μας ήταν στα σπάργανα ως κρατική οντότητα, ο σερ Έντμουντ Λάιονς, ένας από τους πρώτους πρέσβεις της Βρετανίας στην Αθήνα, έγραφε, σε υπόμνημά του ότι ««μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι είτε ρωσική είτε αγγλική. Και αφού δεν πρέπει να είναι ρωσική, θα είναι αγγλική…».
Το πλέγμα της εξάρτησης ήταν φανερό στους Επτανησίους Ριζοσπάστες που πάλευαν για την Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα, γι’ αυτό και κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν όταν θεώρησαν πως αυτή θα γινότανε με όρους που θα προσέδενε την Αθήνα στο Λονδίνο και, κυρίως, θα είχε ως αντάλλαγμα την παραίτηση από την απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων εδαφών. Το δόγμα της Οθωμανικής ακεραιότητος ήταν ήδη πάγια σταθερά της βρετανικής πολιτικής, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για την εποχή μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, οπότε αρχίζει και εμφανίζεται ο Πανσλαβισμός υπό την καθοδήγηση της Αγίας Πετρουπόλεως. «Με την Ένωση ολόκληρη πια η Ελλάδα κατέστη δορυφόρος της Αγγλίας … Επτάνησον αγγλικής προστατευομένης και αφανώς διοικουμένης», έλεγε ο ηγέτης των Ριζοσπαστών Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, ενώ και ο κοινωνικός αγωνιστής Ρόκκος Χοϊδάς δήλωνε στη Βουλή πως «δεν ενώθηκε η Επτάνησος με την Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα με την Επτάνησο… ο Άγγλος αρμοστής μετέθεσε την έδρα του εκ της Κερκύρας εις τας Αθήνας υπό το ειρηνικόν όνομα Γεώργιος Χριστιανός Α’, βασιλεύς των Ελλήνων».
Ας μην αναφερθούμε στους ναυτικούς αποκλεισμούς καθ’ όλον τον 19ο αιώνα, κάθε φορά που ο ελληνικός αλυτρωτισμός έθιγε το δόγμα της Οθωμανικής ακεραιότητος. Ούτε στο ότι το Λονδίνο δεν θέλησε να δεσμευθεί με επίσημους συμμαχικούς δεσμούς με την Αθήνα πριν τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ, αντίθετα, έκανε τεμενάδες στην Άγκυρα – μολονότι την 28η Οκτωβρίου βρεθήκαμε μόνοι να υπερασπιζόμαστε και τη δική μας ελευθερία και τα κοινά συμμαχικά συμφέροντα.
Θα θυμηθούμε μόνο πως άλλη μία φορά Έλληνας πρωθυπουργός είδε τα νώτα του Βρετανού ομολόγου του – κυριολεκτικά τότε: στις 22 Δεκεμβρίου 1953, στη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα, ο Άντονυ Ήντεν πήγε προς το παράθυρο, κοιτώντας αδιάφορα τον δρόμο, σε ένδειξη περιφρόνησης προς τον Αλέξανδρο Παπάγο, όταν αυτός άρχισε να του κάνει λόγο για το Κυπριακό. Ο Στρατάρχης – σύμμαχος εν όπλοις και το 1940-41 και το 1949 με τους Βρετανούς – αγανακτισμένος φώναξε, πριν αποχωρήσει: «Είμαι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας και όταν μιλώ με κάποιον, αξιώ να μου δείχνει το πρόσωπό του και όχι τα οπίσθιά του!». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αρκέστηκε απλά να εκφράσει την ενόχλησή του «για το γεγονός ότι ο Βρετανός Πρωθυπουργός ακύρωσε την προγραμματισμένη μας συνάντηση λίγες ώρες πριν αυτή πραγματοποιηθεί» και να προσθέσει πως «όποιος πιστεύει στην ορθότητα και το δίκαιο των θέσεών του δεν φοβάται ποτέ την αντιπαράθεση επιχειρημάτων». Η Ντάουνιγκ Στρητ, φυσικά, τον παρέπεμψε στον …αναπληρωματικό πρωθυπουργό.
Έχει, πάντως, σημειολογικά αξιοσημείωτο ενδιαφέρον το ότι την συμπεριφορά ενός βέρου Άγγλου ευγενούς, όπως ο σερ Άντονυ Ήντεν, μιμήθηκε χθες επιτυχώς ένας εξαγγλισμένος Ινδός διάδοχός του, ο κ. Ρίσι Σούνακ. Τα «πετράδια» του Στέμματος της γερασμένης Αυτοκρατορίας πάντα γυαλίζονται επαρκώς όταν πρέπει να θαμπώσουν με τη λάμψη τους και να επαναφέρουν στην τάξη Βαλκάνιους ιθαγενείς που παραπήραν θάρρος από τη γνωριμία ή την ιδεολογική συγγένεια...