και θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την ευόδωση του στόχου της πράσινης μετάβασης. Η σημασία τους αναγνωρίστηκε πρόσφατα με το σχέδιο δράσης της Επιτροπής. Με την πλήρη ενοποίηση των ευρωπαϊκών αγορών, το εκσυγχρονισμένο δίκτυο υποδομών θα εξασφαλίσει στους πολίτες και τις επιχειρήσεις τα οφέλη της φθηνότερης και καθαρότερης ενέργειας.
Άλλωστε, με τις προβλέψεις να θέλουν την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ να αυξάνεται κατά 60% την επταετία έως το 2030, είναι επιτακτική η ανάγκη για σύγχρονα δίκτυα. Επίσης, τα δίκτυα θα πρέπει να εξυπηρετούν ένα πιο ψηφιοποιημένο, αποκεντρωμένο και ευέλικτο σύστημα με εκατομμύρια ηλιακούς συλλέκτες στέγης, αντλίες θερμότητας και τοπικές ενεργειακές κοινότητες, περισσότερες υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα για φόρτιση, καθώς και αυξημένες ανάγκες παραγωγής υδρογόνου. Καθώς αυτό το τιτάνιο έργο δεν μπορεί να ευοδωθεί με την τρέχουσα δυναμικότητα μεταφοράς και με δίκτυα, των οποίων το 40% έχουν κατασκευαστεί πριν από τουλάχιστον 4 δεκαετίες, η αναβάθμιση και επέκτασή τους απαιτεί μόχλευση σχεδόν 584 δισ. ευρώ.
Ένα πανευρωπαϊκό «υπερδίκτυο» θα μπορούσε να μειώσει σχεδόν το ένα τρίτο από το συνολικό ενεργειακό κόστος, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Ενέργειας UCD. Αξιολογώντας τις δυνατότητες του ενεργειακού δικτύου της Ευρώπης, η μελέτη διαπίστωσε ότι ένα πανευρωπαϊκό σύστημα μεταφοράς θα μείωνε το ενεργειακό κόστος κατά 32% σε σύγκριση με τους ισχύοντες υπολογισμούς.
(Οι μεγαλύτερες πηγές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, ανά χώρα- Πηγή: visualcapitalist.com)
Πρόκειται για μια εκ βάθρων αλλαγή καθώς πριν μόλις 20 χρόνια, το ηλεκτρικό δίκτυο αποτελούσε τη συνέχεια ενός απλού σχεδιασμού που υιοθετήθηκε στην Ευρώπη μετά τον ΒΠΠ, για να εξυπηρετήσει τη λειτουργία μεγάλων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής που έκαναν χρήση άνθρακα ή φυσικού αερίου. Η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια μεταφερόταν στη συνέχεια, μέσω ενός δικτύου ηλεκτρικών γραμμών και καλωδίων, στα σπίτια των καταναλωτών.
(Χάρτης πανευρωπαϊκού «υπερδικτύου» ηλεκτρικής ενέργειας)
Σήμερα, η πράσινη μετάβαση αναθεωρεί αυτή τη συνθήκη, καθώς ο νέος τρόπος ηλεκτροπαραγωγής απαιτεί τη διασύνδεση ενός μεγάλου αριθμού αιολικών και ηλιακών πάρκων που αντικαθιστούν, στην πραγματικότητα, το στόλο των θερμικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, και τούτο λόγω της μεταβλητής φύσης των ΑΠΕ.
Στην χώρα μας, το Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ προβλέπει επενδύσεις 5 δισ. ευρώ έως το 2030, προκειμένου να αυξηθεί η χωρητικότητα του ηλεκτρικού χώρου από τα 17 GW στα 28GW
Σημειώνουμε ότι ο ΑΔΜΗΕ σε συνεργασία με τον ιταλικό Διαχειριστή, TERNA, προωθεί και την αύξηση της ονομαστικής μεταφορικής ικανότητας της υποθαλάσσιας καλωδιακής διασύνδεσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία, στα 1000 MW, ενώ στον προγραμματισμό του Διαχειριστή έχει ενταχθεί και η νέα διασυνδετήρια γραμμή μεταφοράς 400 kV με την Αλβανία, με το έργο να δύναται να αυξήσει την μεταφορική ικανότητα μεταξύ των δύο χωρών κατά τουλάχιστον 200 MW ανά κατεύθυνση.
Η αναβάθμιση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας των Δυτικών Βαλκανίων, σε συνδυασμό με πρόβλεψη για τις νέες ηλεκτρικές διασυνδέσεις με την Βόρεια Αφρική και την Μέση Ανατολή, που θα μεταφέρουν καθαρή ηλεκτρική ενέργειας μέσω της Ελλάδας στην Ευρώπη, αποτελεί κεντρική πολιτική προτεραιότητα για τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκης ΕΕ, στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών της χώρας να καταστεί κόμβος μεταφοράς στην περιοχή.
Ύστερα από πολλά χρόνια αδράνειας και αδιαφορίας, σήμερα, η Ελλάδα αναγνωρίζει τη σημασία που έχουν τα δίκτυα καθώς και το ότι οι επενδύσεις σε αυτά είναι χαμηλότερες από τις απαιτούμενες για τη δημιουργία ενός ενεργειακού συστήματος μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα.
Η επέκταση και αναβάθιση των δικτύων εγείρει όμως και νέου είδους προκλήσεις για τους αρμόδιους Διαχειριστές.
Σε αυτόν τον διασυνδεδεμένο κόσμο, ένα αξιόπιστο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας είναι ζωτικής σημασίας για την ομαλή λειτουργία της οικονομικής και κοινωνικής καθημερινότητας. Κάθε διαταραχή στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας που μπορεί να προκύψουν εξαιτίας διαφόρων παραγόντων προκαλεί έντονες δυσχέρειες. Για να ελαχιστοποιηθεί ο χρόνος των διακοπών στην ηλεκτροδότηση και για να διασφαλιστεί η ταχεία αποκατάσταση των βλαβών, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας βασίζονται σε αποτελεσματικά συστήματα διαχείρισης της συντήρησης του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως για τη διαχείριση της αποκατάστασης της ισχύος.
Η βελτίωση της διαχείρισης της συντήρησης του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας για την αποτελεσματική αποκατάσταση της ισχύος περιλαμβάνει την εφαρμογή στρατηγικών και τεχνολογιών για τη βελτίωση της αξιοπιστίας, της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας αποκατάστασης της ηλεκτρικής ενέργειας σε περίπτωση διακοπών.
Τα σύγχρονα συστήματα διαχείρισης συντήρησης αξιοποιούν τη διαθέσιμη τεχνολογία για να προβλέπουν βλάβες του εξοπλισμού και τη βελτιστοποίηση των χρονοδιαγραμμάτων συντήρησης. Ανιχνεύοντας πιθανά προβλήματα πριν αυτά κλιμακωθούν σε σημαντικές βλάβες, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας μπορούν να αναλάβουν προληπτικές δράσεις, και να μειώσουν, κατ’ αυτό τον τρόπο τον κίνδυνο εκτεταμένων διακοπών.
Τα προηγμένα εργαλεία εντοπισμού βλαβών χρησιμοποιούν δεδομένα σε πραγματικό χρόνο που προέρχονται από αισθητήρες και έξυπνες συσκευές δικτύου, και έτσι μειώνουν σημαντικά τον χρόνο που απαιτείται για τον εντοπισμό και την απομόνωση του προβλήματος, και επιταχύνουν, ως εκ τούτου την αποκατάσταση της ηλεκτροδότησης.
Κατά τη διάρκεια διακοπών μεγάλης κλίμακας, η αποτελεσματική διαχείριση των πόρων είναι ζωτικής σημασίας. Τα προηγμένα συστήματα διαχείρισης συντήρησης βοηθούν τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας να βελτιστοποιήσουν την κατανομή των πόρων, διασφαλίζοντας ότι τα συνεργεία και ο εξοπλισμός αποστέλλονται πρώτα στις περιοχές με τις μεγαλύτερες ανάγκες. Αυτή η βελτιστοποίηση των πόρων βελτιώνει τους χρόνους απόκρισης και ελαχιστοποιεί το συνολικό χρόνο διακοπής λειτουργίας που βιώνουν οι πελάτες.
Μεταξύ των άλλων διαθέσιμων τεχνολογιών, η μετάβαση σε υποδομές έξυπνου δικτύου επιτρέπει την αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και των καταναλωτών. Οι έξυπνοι μετρητές, η αυτοματοποίηση της διανομής και τα συστήματα απόκρισης ζήτησης, ενισχύουν την ικανότητα εντοπισμού των διακοπών και την ταχύτερης αποκατάστασης της τροφοδοσίας.