Ενεργειακός Σχεδιασμός και Αθέμιτος Ανταγωνισμός

Ενεργειακός Σχεδιασμός και Αθέμιτος Ανταγωνισμός
Του Γιώργου Ατσαλάκη*
Πεμ, 7 Δεκεμβρίου 2023 - 10:15

Oι οικονομίες μας και η κοινωνική τους ανατομία βασίζονται στην άφθονη ενέργεια. Η ενεργειακή αφθονία ήταν η προϋπόθεση της ευημερίας που επέτρεψε, πολύ περισσότερο από κάθε ιδεολογία, την απαραίτητη για τις δημοκρατίες κοινωνική ειρήνη. Ολες οι κατακτήσεις της νεότερης εποχής βασίστηκαν στο γεγονός ότι οι φτωχοί έγιναν πολύ πλουσιότεροι από όσο οι πλούσιοι πλουσιότεροι.

 

Οι ανισότητες μειώθηκαν γιατί οι μάζες απέκτησαν πρόσβαση στην ιδιοκτησία, στις ανέσεις και στον ελεύθερο χρόνο. Μειούμενες οι ανισότητες εξασθένησαν τον κοινωνικό φθόνο και το μίσος. Σήμερα όμως το «τέλος της αφθονίας» απειλεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα. 

Η ανάγκη για περιβαλλοντικά σταθερό μετασχηματισμό, ως αντίδραση στα παγκόσμια ακραία κλιματικά φαινόμενα, χρησιμεύει ως κινητήρια δύναμη τόσο για τη διατήρηση των οικολογικών συστημάτων της γης όσο και για την προώθηση της ανθρώπινης επιβίωσης και προόδου. Αυτή η προσέγγιση πρέπει να υιοθετηθεί καθολικά – καλύπτοντας όλα τα άτομα όλα τα κράτη, σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές και για αόριστο χρονικό διάστημα. Σε αντίθετη περίπτωση, διακυβεύεται τόσο η οικονομική όσο και η οικολογική βιωσιμότητα καθώς τα έθνη με χαλαρούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς μπορούν να παράγουν φθηνά αγαθά βασιζόμενα σε φθηνή ενέργεια άνθρακα, κερδίζοντας ένα αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Αντίθετα, οι χώρες που τηρούν αυστηρά περιβαλλοντικά πρότυπα αντιμετωπίζουν το αυξανόμενο κόστος παραγωγής, λόγω των σημαντικών επενδύσεων υποδομής που απαιτούνται για την ηλεκτροποίηση και τα πανάκριβα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας. Οι αυστηροί περιβαλλοντικοί κανονισμοί σε ένα έθνος μπορούν ακούσια να προκαλέσουν αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε μια άλλη χώρα (διαρροή άνθρακα) με πιο επιεικείς πολιτικές, υπονομεύοντας τις παγκόσμιες προσπάθειες για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής καθώς, η ρύπανση μεταφέρεται σε άλλο μέρος του πλανήτη,  αλλά όλοι ζούμε κάτω από την ίδια ατμόσφαιρα! Τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν αναπτύσσονται μόνο στις χώρες που ρυπαίνουν.

Η διαρροή άνθρακα όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των πολιτικών για το κλίμα, αλλά διογκώνει επίσης το κόστος που συνδέεται με τη μείωση των εκπομπών. Η ολοκληρωμένη κατανόηση της διαρροής άνθρακα είναι απαραίτητη τόσο για τον αποτελεσματικό σχεδιασμό πολιτικής όσο και για τη δίκαιη κατανομή των παγκόσμιων υποχρεώσεων μείωσης των εκπομπών. Η ιδέα της θέσπισης ενός καθολικού φόρου για την αντιμετώπιση αυτής της παγκόσμιας οικονομικής εξωτερικότητας φαίνεται ανέφικτη. Παρά το γεγονός ότι η συμφωνία του Παρισιού εγκαινίασε ένα πλαίσιο συνεργασίας, η αποτελεσματικότητά της φαίνεται να μειώνεται.

Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS) αντιμετωπίζει προκλήσεις στη δίκαιη κατανομή του οικονομικού βάρους των εκπομπών σε διάφορες βιομηχανίες και έθνη, για αυτό η  ΕΕ αλλάζει την στρατηγική.  Στις 17 Αυγούστου 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικύρωσε κανονισμούς που διέπουν την ενδιάμεση φάση του μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής άνθρακα. Αυτή η μεταβατική φάση ξεκίνησε  την 1η Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους και έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2025.  Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου χάριτος, οι έμποροι υποχρεούνται να αναφέρουν αποκλειστικά τις εκπομπές που ενσωματώνονται στις εισαγωγές, χωρίς να αντιμετωπίζουν οικονομικές επιπτώσεις. Αυτή η μεταβατική περίοδος έχει ως στόχο να παράσχει στις επιχειρήσεις άφθονο χρόνο για προβλέψιμη προσαρμογή και να τελειοποιήσει την οριστική μεθοδολογία έως το έτος 2026.

Η έρευνά αυτή ενισχύει την κατανόηση των μακροοικονομικών και συναφών συνεπειών των πολιτικών για το κλίμα, ενσωματώνοντας δεδομένα σχετικά με την εμπορική ανισορροπία της ΕΕ με την Κίνα και το αυξανόμενο χρηματοοικονομικό κόστος που συνδέεται με την πράσινη μετάβαση, ιδίως υπό το πρίσμα της αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες για τον περιορισμό του πληθωρισμού. Μια εις βάθος εξέταση του εμπορικού ελλείμματος είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της εμπειρικής βάσης πάνω στην οποία γίνονται οι επιλογές πολιτικής, παρέχοντας έτσι μια ολοκληρωμένη κατανόηση των οικονομικών επιπτώσεων που συνδέονται με τους κλιματικούς στόχους.

Το εμπορικό έλλειμμα της ΕΕ μόνο με την Κίνα έφτασε τα 395 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 (από 250 δις το 2021) και των ΗΠΑ με την Κίνα έφτασε τα 382 δισεκατομμύρια δολάρια (από 320 το 2021). Κατά την τελευταία δεκαετία, οι ΗΠΑ και η ΕΕ είχαν εκροή χρημάτων περισσότερα από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια λόγω του εμπορικού ελλείμματος αποκλειστικά με την Κίνα. Το ακόλουθο σχήμα δείχνει το συνεχώς αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα της ΕΕ με την Κίνα.

            

Ταυτόχρονα, τα εμπορικά ελλείματα που αντιμετωπίζουν περιοχές όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες απαιτούν κυβερνητικές οικονομικές παρεμβάσεις, όπως δανεισμό ή νομισματική επέκταση, για να αντισταθμίσουν την εκροή χρημάτων μέσω αυτών των ελλειμάτων. Εάν δεν αντιμετωπιστεί η εκροή χρημάτων, θα προκύψει πτώση του βιοτικού επιπέδου μεταξύ των πληθυσμών τους. Αυτά τα δημοσιονομικά μέτρα έχουν επίσης τροφοδοτήσει έμμεσα πληθωριστικές πιέσεις, αναγκάζοντας τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια. Τα αυξημένα επιτόκια μπορούν να αποτρέψουν τις επενδύσεις και να ενισχύσουν την οικονομική πίεση στα υφιστάμενα δάνεια, διακινδυνεύοντας έτσι μια μακρόχρονη κατάσταση οικονομικής στασιμότητας ή ακόμη και συρρίκνωσης, που χαρακτηρίζεται από χλιαρούς ή αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο χρειάζονται περισσότερα χρήματα, για να χρηματοδοτήσουν την πράσινη οικονομία, να ενισχύσουν τους στρατούς τους και να αντιμετωπίσουν τις ενεργειακές κρίσεις. Και όλες αυτές οι δαπάνες θα τροφοδοτούν τον πληθωρισμό.

Οι οικονομικές επιβαρύνσεις που συνδέονται με τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ήδη τεράστιες και δείχνουν ελάχιστες ενδείξεις μείωσης. Το 2022 το ενεργειακό μίγμα να αποτελείται  περίπου κατά 24% από φυσικό αέριο, 31% από πετρέλαιο και 27% από  άνθρακα. Το 20% της ενέργειας είναι ηλεκτρική σήμερα και περίπου το 80% προέρχεται από στερεά καύσιμα. Για να επιτευχθεί μηδέν εκπομπή καυσαερίων θα πρέπει το 2050 να γίνει ηλεκτροποίηση των πάντων. Δηλαδή τα υπάρχοντα κορεσμένα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας θα πρέπει και να αναβαθμιστούν και να τετραπλασιαστούν. Υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί ένα εξωφρενικό κόστος που ισοδυναμεί με το 30% του ΑΕΠ μέχρι το 2050 για να κατασκευαστούν τα τετραπλάσια δίκτυα. Οι μπαταρίες θα είναι ένα επί πλέον κόστος που δεν θα κάνει φθηνή την ενέργεια.  Η μετάβαση σε ένα οικονομικό μοντέλο έντασης κεφαλαίου που απαιτεί η πράσινη μετάβαση, μπορεί να παρουσιάσει διάφορα εμπόδια, όπως η αύξηση του ενεργειακού κόστους που θα μπορούσε να επηρεάσει τους συνολικούς δείκτες τιμών και να ασκήσει πίεση στις κεφαλαιαγορές, ενώ παράλληλα ενδέχεται να υπονομεύσει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα των χωρών.

Ο απτός κίνδυνος είναι ότι πολλά έθνη μπορεί είτε να σταματήσουν είτε να αναβάλουν τις προσπάθειές τους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ο πολλαπλασιασμός των φυσικών καταστροφών σε χώρες που τηρούν ή αγνοούν πρακτικές χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα χρησιμεύει ως ενδεικτικό σημάδι. Το αυξανόμενο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, που προκαλείται από τη μετάβαση σε καθαρότερη ενέργεια, και οι περιβαλλοντικές καταστροφές θα μπορούσαν επίσης να πυροδοτήσουν κοινωνικές αναταραχές, δημιουργώντας έτσι ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την εμφάνιση λαϊκιστών ηγετών.

Αυτό υπογραμμίζει ότι για να είναι αποτελεσματικά τα μέτρα που αποσκοπούν στην απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, τόσο από οικονομική όσο και από περιβαλλοντική άποψη, πρέπει να εκτελούνται με συνέπεια από όλες τις οικονομικές δραστηριότητές, σε  όλα τα κράτη και για πάντα.

Ο όρος "Carbon Tariffs" υποδηλώνει μια εξειδικευμένη παραλλαγή της Border Carbon Adjustment (BCA), ενός ρυθμιστικού μέσου που έχει σχεδιαστεί για να περιορίσει τη διαρροή άνθρακα και να προωθήσει τις παγκόσμιες προσπάθειες για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Αυτοί οι δασμοί είναι χρεώσεις που εφαρμόζονται στις εισαγωγές, υπολογιζόμενες σύμφωνα με τις εκπομπές άνθρακα που προκύπτουν κατά τη διαδικασία παραγωγής των αγαθών. Ο κεντρικός στόχος είναι να εναρμονιστεί το κόστος των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μεταξύ των αγαθών που παράγονται στην εγχώρια αγορά και εκείνων που εισάγονται, αμβλύνοντας έτσι τις ανταγωνιστικές ανισορροπίες που αντιμετωπίζουν οι τομείς σε χώρες με αυστηρά περιβαλλοντικά πρότυπα ή συστήματα τιμολόγησης του άνθρακα.

Για τις χώρες που έχουν ήδη επιβαρυνθεί με υψηλά επίπεδα χρέους (όπως η χώρα μας), οι οικονομικές προκλήσεις της μετάβασης σε μια βιώσιμη οικονομία είναι ιδιαίτερα έντονες. Η κατανομή πόρων σε νέες, φιλικές προς το περιβάλλον πρωτοβουλίες, ενώ η χώρα έχει ήδη δεσμευτεί για τις υπάρχουσες οικονομικές υποχρεώσεις, δημιουργεί ένα δίλημμα που μπορεί να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμη εξάρτηση από τις ανειλημμένες οικονομικές δεσμεύσεις (πλεόνασμα προϋπολογισμού κλπ), εμποδίζοντας έτσι την εξέλιξη προς ένα οικονομικό σύστημα με οικολογική συνείδηση. Επίσης ο κορεσμός του δικτύου διανομής ενέργειας θα απαιτήσει τεράστια κεφάλαια για επενδύσεις σε νέα δίκτυα. Η πολυπλοκότητα της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου απαιτεί μια λεπτή, καλά μελετημένη προσέγγιση της δημοσιονομικής πολιτικής.

Με τις μέχρι σήμερα πολιτικές δεν ισχύει  αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» πράγμα το οποίο δεν  είναι αποτελεσματικό  όσον αφορά τη δημιουργία ενός ισότιμου ανταγωνισμού.  Τα εμπειρικά ευρήματά μας δείχνουν ότι οι εισαγωγές από χώρες εκτός της ΕΕ δημιουργούν ανταγωνιστική ανισορροπία, καθώς οι τομείς και οι χώρες που εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από εισαγωγές εκτός ΕΕ με χαλαρότερα περιβαλλοντικά πρότυπα αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Κατά συνέπεια, υποστηρίζουμε τη θέσπιση βοηθητικών μηχανισμών, όπως ένας μηχανισμός συνοριακής προσαρμογής άνθρακα, για την ορθή τιμολόγηση των εκπομπών άνθρακα.

Οι δασμοί άνθρακα θα μπορούσαν να συμπληρώσουν αποτελεσματικά τους υφιστάμενους κανονισμούς εκπομπών και να συμβάλουν στη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών, ειδικά όταν εφαρμόζονται συλλογικά από τα έθνη. Δεδομένου ότι πολλές χώρες είναι απρόθυμες να αγκαλιάσουν την απαλλαγή από τον άνθρακα, προτείνουμε την επιβολή ενός συνοριακού δασμού άνθρακα σε αγαθά που παράγονται σε χώρες που δεν έχουν δεσμευτεί σε πράσινες πολιτικές και συνεχίζουν να βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα. Αυτός ο δασμός θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως θεμελιώδης αρχή για δίκαιο και ανταγωνιστικό διεθνές εμπόριο υποχρεώνοντας τις χώρες να συμμορφωθούν σε κοινή δράση.

Ένα περαιτέρω κρίσιμο ερώτημα είναι εάν αυτές οι οικονομικές προσπάθειες στο πλαίσιο των επενδύσεων στη πράσινη μετάβαση δημιουργούν συνολική ανάπτυξη ή απλώς καταλήγουν σε ανακατανομή των πόρων. Η ανακατανομή, υποδηλώνει ότι ενώ ορισμένοι τομείς ενδέχεται να αναπτυχθούν, άλλοι ενδέχεται να συρρικνωθούν. Οι πόροι από αυτούς τους κλάδους που συρρικνώνονται διοχετεύονται στη συνέχεια στους αναπτυσσόμενους.  Καθώς ενισχύεται η επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, καθίσταται κρίσιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο συγκρούσεων για σπάνιους πόρους και περιβαλλοντική υποβάθμιση. Χωρίς φθηνή ενέργεια δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη και δεν μπορούν να επιβιώσουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις. Η χρονικά ευαίσθητη φύση αυτών των προκλήσεων αυξάνει την ανάγκη για διεθνή συνεργασία, συνεξέλιξη, και αναλυτικό σχεδιασμό για την μείωση των σχετικών κινδύνων κάτι το οποίο δυστυχώς δεν διαφαίνεται.

 

Σημείωση: Μέρος του άρθρου αυτού παρουσιάστηκε σε συνέδριο της Βασιλικής Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών της Ισπανία την 15 Νοεμβρίου μαζί με το συνάδελφο μου και μέλος της Ακαδημίας Ζοπουνίδη Κωνσταντίνο.

*Ο κ. Γεώργιος Ατσαλάκης, είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης