Φέτος το καλοκαίρι αρκετοί ξένοι φίλοι επισκέφθηκαν την Ελλάδα, οι περισσότεροι για διακοπές άλλοι για δουλειές. Στις συζητήσεις γύρω από τα ενεργειακά θέματα και το τι γίνεται σήμερα στην Ελλάδα από πλευράς ενεργειακών υποδομών αναπόφευκτα το ενδιαφέρον μονοπώλησαν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Η βασική απορία των ξένων επισκεπτών μας, τόσο παλαιότερα όσο και τώρα είναι γιατί μία χώρα όπως η Ελλάδα που απολαμβάνει τόσο υψηλά επίπεδα ηλιακής ακτινοβολίας και ηλιοφάνειας, με μεγάλη διάρκεια μέσα στον χρόνο, δεν έχει αναπτύξει μαζικά την αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας. Η ίδια απορία ισχύει και για την Αιολική Ενέργεια, όπου και εδώ η χώρα μας είναι προικισμένη με ισχυρούς ανέμους και χιλιάδες κατάλληλα περάσματα, και βέβαια οι απορίες δεν σταματούν εδώ αφού είναι γνωστό το μεγάλο δυναμικό και των άλλων μορφών ΑΠΕ όπως της βιομάζας, της γεωθερμίας και των υδατοπτώσεων.
Χρειάζονται όμως οι ξένοι επισκέπτες για να μας επισημάνουν το παράδοξο της σημερινής καταστάσεως όπου έχουμε μια χώρα με υψηλότατα επίπεδα ΑΠΕ και ελάχιστο βαθμό αξιοποίησης; Και ναι μεν μέχρι πρόσφατα το μεγάλο επιχείρημα των ιθυνόντων ήτο ότι οι τεχνολογίες των ΑΠΕ, είτε στα φωτοβολταϊκά είτε στις ανεμογεννήτριες, δεν ήσαν δόκιμες και επιπλέον ήτο πανάκριβη η παραγωγή ενέργειας. Όμως εδώ και πέντε χρόνια, για να μην πάμε πιο πίσω, η τεχνολογία έχει σημειώσει πραγματικά άλματα ενώ το κόστος παραγωγής έχει μειωθεί κατακόρυφα. Αλλά αυτό φαίνεται ότι δεν συγκινεί τους αρμόδιους. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Νίκος Βασιλάκος, πρόεδρος της EREF, σε μία μελέτή του που δημοσίευσε το ΙΕΝΕ* «Τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει στη χώρα μας ένας, κλεφτοπόλεμος δηλώσεων για το δήθεν «υψηλό κόστος των ΑΠΕ». Με αιχμή το δόρατος τα φωτοβολταϊκά συστήματα και την πρόσφατη (2006) μεγάλη αύξηση της τιμής αγοράς, από το Διαχειριστή του Συστήματος ή του Δικτύου, της παραγόμενης από τα συστήματα αυτά ηλεκτρικής ενέργειας (ώστε να καταστούν στοιχειωδώς βιώσιμα), ορισμένοι «κύκλοι» εκφράζουν την άποψη ότι καλές μεν είναι οι ΑΠΕ (σ.σ. για να δείχνουμε ότι προσπαθούμε για το περιβάλλον), αλλά «πρέπει να συζητήσουμε το κόστος τους». Εκδηλώνοντας την ανησυχία τους μήπως η περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα οδηγήσει σε μεγάλη επιβάρυνση των καταναλωτών, κυρίως μέσω του Ειδικού Τέλους ΑΠΕ, το οποίο χρεώνεται στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και χρησιμοποιείται για την ανάκτηση του κόστους οικονομικής υποστήριξης των ΑΠΕ.»
Η ματιά του ξένου, ως ενός ανεξάρτητου παρατηρητή, είναι όχι μόνο χρήσιμη αλλά και διεισδυτική και άρα αποκαλυπτική, γιατί μπορεί να δει και ν’ αξιολογήσει πράγματα που εμείς, χαμένοι και σαστισμένοι στα αδιέξοδα του Ελληνικού γραφειοκρατικού παραλόγου, αδυνατούμε ν’ αντιληφθούμε. Αρχίζοντας λοιπόν την εξέταση της παράλογης Ελληνικής κατάστασης ο ξένος επισκέπτης πηγαίνει πρώτα απ’ όλα στο ισχύον νομικό πλαίσιο (Ν 3468/06). Και εκεί κυριολεκτικά κουφαίνεται. Δεν χρειάζεται να πάει παρά κάτω. Διαβάζει τις διάφορες διατάξεις, προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τον λαβύρινθο των δεκάδων αντιφατικών άρθρων και πριν προλάβει να φθάσει στον πίνακα με τις προσφερόμενες τιμές αγοράς ηλεκτρισμού, που είναι πράγματι αρκετά ελκυστικές σε σύγκριση με άλλες χώρες αποφαίνεται: «Μα αυτό δεν είναι ένας νόμος που βοηθάει την ανάπτυξη και εμπορικοποίηση των ΑΠΕ. Αυτό είναι ένα δυσνόητο σταυρόλεξο που στόχο έχει να εμποδίσει επίδοξους παίκτες. Αυτό το νομοσχέδιο έχει επινοηθεί με απώτερο σκοπό την αποτροπή μεγάλης κλίμακας επενδύσεων στις ΑΠΕ και την προώθηση συγκεκριμένων συμφερόντων». Ιδιαίτερη έκπληξη δείχνουν οι ξένοι συνομιλητές μας προς την αυστηρή απαίτηση για περιβαλλοντικές μελέτες και εγκρίσεις την στιγμή που οι ΑΠΕ θεωρούνται ότι προστατεύουν το περιβάλλον. «Μα καλά δεν έχετε προεγκεκριμένες ζώνες για εφαρμογή ΑΠΕ ώστε να μη μπαίνετε στη διαδικασία ξεχωριστών αιτήσεων και εγκρίσεων; Και γιατί άμα έχετε λάβει Άδεια Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων μπορεί κάποιος να προσβάλλει την απόφαση στο Συμβούλιο Επικρατείας;» Και η μία λογική ερώτηση διαδέχεται την άλλη. Πλην όμως η Ελλάδα έχει παύσει προ πολλού να ομιλεί την γλώσσα της λογικής.
Μάταια προσπαθούμε να πείσουμε τους ξένους φίλους μας ότι υπάρχουν στην Ελλάδα άνθρωποι, εταιρείες, μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί που είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στην προώθηση των ΑΠΕ και πραγματικά αγωνιούν και κάνουν ότι μπορούν για την διάδοσή τους. Τα βλέμματα και οι εκφράσεις είναι ειρωνικές σαν να θέλουν να μας που «δε βαριέστε με τέτοια μυαλά που έχουν οι πολιτικοί σας και με τους νόμους που σκαρώνουν, η υπόθεση είναι χαμένη από χέρι».
Και ίσως να είναι έτσι τα πράγματα, τόσο απλά και ξεκάθαρα. Με μία κυβέρνηση η οποία αρνείται να ομολογήσει την αποτυχία του ισχύοντος νόμου ή των επιμέρους προγραμμάτων (π.χ. φωτοβολταϊκά). Και η οποία δεν διαθέτει ξεκάθαρο όραμα για την ανάπτυξη των ΑΠΕ ή την πολιτική βούληση που τόσο πολύ είναι απαραίτητη. Και αυτό γιατί μόνο εάν οι ΑΠΕ αποτελέσουν αντικείμενο μιας κεντρικής πολιτικής επιλογής, πράγμα που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να δώσει το κατάλληλο βάρος (όπως λ.χ. στον τουρισμό) θα έχουν την δυνατότητα να αναπτυχθούν. Και μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η κυβέρνηση εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζει τις ΑΠΕ ως μία περιθωριακή δραστηριότητα και ανάλογα κινείται και νομοθετεί.
* (Μελέτη του Δρ. Νίκου Βασιλάκου «Το Κόστος Ανάπτυξης των ΑΠΕ στην Ελλάδα» το οποίο δημοσιεύθηκε από το ΙΕΝΕ ως Κείμενο Εργασίας Νο. 4, Δεκέμβριος 2006)