Η πτώση των διεθνών τιμών πετρελαίου από το υψηλό των 147 δολαρίων στις αρχές Ιουλίου στα 111 και 112 δολάρια το βαρέλι μετά τον 15Αύγουστο, αποτελεί ασφαλώς μία διόρθωση στην ανοδική κατά τα άλλα μακροχρόνια πορεία του. Ήδη την τελευταία εβδομάδα έχει παρατηρηθεί μία σταθερή άνοδος με το Brent να κλείνει πάνω από τα 115 δολάρια το βαρέλι την περασμένη Παρασκευή για παραδόσεις Σεπτεμβρίου.

Η πτώση των διεθνών τιμών πετρελαίου από το υψηλό των 147 δολαρίων στις αρχές Ιουλίου στα 111 και 112 δολάρια το βαρέλι μετά τον 15Αύγουστο, αποτελεί ασφαλώς μία διόρθωση στην ανοδική κατά τα άλλα μακροχρόνια πορεία του. Ήδη την τελευταία εβδομάδα έχει παρατηρηθεί μία σταθερή άνοδος με το Brent να κλείνει πάνω από τα 115 δολάρια το βαρέλι την περασμένη Παρασκευή για παραδόσεις Σεπτεμβρίου.

Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι από εδώ και εμπρός, οι τιμές θα κινηθούν γύρω από το πλαφόν των 120 – 125 δολαρίων το βαρέλι μέσο όρο, με τις όποιες καθοδικές τάσεις να αντικρούονται από καιρικά φαινόμενα (λ.χ ο τελευταίος τυφώνας Γκουστάβ στην Καραϊβική) και γεωπολιτικούς λόγους. Παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι, με τα πρόσφατα γεγονότα στην Γεωργία και τις επιπτώσεις στους εκεί αγωγούς που βρέθηκαν αίφνης εκτός λειτουργίας, δεν επηρέασαν καθόλου την πτωτική πορεία των τιμών το Α΄ Δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, τώρα επανέρχονται στο προσκήνιο και υπόσχονται πολλές εκπλήξεις. 

Όμως η μεγαλύτερη ανησυχία από πλευράς εταιρειών και των διεθνών παικτών στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων παραμένει η δύσκολη κατάσταση που επικρατεί στην παραγωγή αργού από τις χώρες μη μέλη του OPEC, οι οποίες μεταξύ τους είναι υπεύθυνες για το 58% της παγκόσμιας παραγωγής. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία από τους διεθνείς οργανισμούς θεωρείται πλέον εξαιρετικά απίθανο η συνολική παραγωγή τους να ξεπεράσει τα 50,0 εκατ. βαρέλια την ημέρα, δηλαδή θα παραμείνει στα επίπεδα που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά, από πλευράς παραγωγής παραμένει στο έλεος του OPEC ο οποίος έχει επιπλέον το μεγάλο πλεονέκτημα της αυξομείωσης της παραγωγής του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και επειδή ο OPEC δεν επιθυμεί να δει τις τιμές να κατακρημνίζονται, έχοντας πεισθεί ότι ο πλανήτης μπορεί να ζήσει με τιμές άνω των 100 δολαρίων το βαρέλι, ήδη προβλέπονται περικοπές στην παραγωγή του πριν το τέλος του έτους.

Τι σημαίνουν όμως αυτά για τον Ευρωπαίο καταναλωτή και που τελικά οδηγούνται οι τιμές βενζίνης στην αντλία στην Ελλάδα; Για όσους υποστηρίζουν ότι οι τιμές στην αντλία κακώς δεν μειώνονται με τους ίδιους ρυθμούς όπως οι διεθνείς και για αυτό φταίνε οι δύο διυλιστικοί όμιλοι της χώρας, οι οποίοι προσπαθούν να κερδοσκοπήσουν, καλά θα κάνουν να φροντίσουν να πληροφορηθούν για το πώς λειτουργεί η αγορά προϊόντων στην Ελλάδα και διεθνώς. Και το πρώτο που θα πρέπει να καταλάβουν είναι ότι τα διυλιστήρια, ως οι βασικοί αγοραστές  αργού, δεν αγοράζουν σε καθημερινή βάση και μόνο spot αλλά το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών τους το κάνουν βάση μακροπρόθεσμων συμφωνιών και με την τελική χρηματική εκκαθάριση να γίνεται την ημέρα παράδοσης. Άρα για ποσότητες που αγόρασαν τα διυλιστήρια από παραγωγούς στα τέλη Ιουλίου μεταξύ 125 - 132 δολάρια και τις διεθνείς τιμές να έχουν πέσει στα 112 δολάρια στα τέλη του Αυγούστου, δεν σημαίνει ότι τα διυλιστήρια αυτομάτως θα αναπροσαρμόσουν προς τα κάτω τις τιμές προϊόντων που πωλούν στους πελάτες τους (δηλ. τις τοπικές εταιρείες εμπορίας).

Δηλαδή κάτι που αγόρασαν ακριβά δεν πρόκειται να το πουλήσουν φθηνά, εγγράφοντας ζημίες, μόνο και μόνο επειδή υποχώρησαν οι διεθνείς τιμές, οι οποίες ουδείς γνωρίζει πόσο διάστημα θα κινηθούν σε χαμηλά επίπεδα. Τα διυλιστήρια, όπως όλες οι επιχειρήσεις, είναι υποχρεωμένα να δουλεύουν με ένα ελάχιστο περιθώριο κέρδους. Από αυτό καλύπτουν τα λειτουργικά τους έξοδα και διασφαλίζουν την αδιάλειπτη λειτουργία τους.

Το δεύτερο πράγμα που θα πρέπει να καταλάβουν όσοι διαμαρτύρονται για τα ακριβά καύσιμα είναι η σχέση δολαρίου – ευρώ. Λίγο πριν το καλοκαίρι αυτή είχε φθάσει σχεδόν το 1,60 δολάρια το ευρώ, ενώ τώρα είναι γύρω στο 1,48 το ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το δολάριο έχει ενισχυθεί έναντι του ευρώ και άρα οι εισαγωγές αργού, που πληρώνονται σε δολάρια, έχουν ακριβύνει και όσο ισχυροποιείται το δολάριο θα ακριβαίνουν περισσότερο. Άρα οι προοπτικές για σημαντικές μειώσεις των προϊόντων στην αντλία κατά τους επόμενους μήνες είναι ελάχιστες εάν όχι μηδενικές. Και αυτό το γεγονός θα έπρεπε ίσως το ΥΠΑΝ να μπει στον κόπο να το εξηγήσει στους καταναλωτές οι οποίοι, στην πλειοψηφία τους, πιστεύουν ότι τα διυλιστήρια, οι εταιρείες και οι πρατηριούχοι συλλήβδην αισχροκερδούν εις βάρος τους.