Ναι μεν ορισμένα κτίρια και υπηρεσίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν για λίγες ώρες χάρη σε εφεδρικά συστήματα που χρησιμοποιούν μονάδες ντίζελ, αλλά η δημιουργία του απόλυτου χάους θα ήταν απόλυτα εγγυημένη. Το ως άνω υποθετικό, αλλά όχι απίθανο να συμβεί, σενάριο έρχεται αφ’ ενός να τονίσει την σημασία που έχει η συνεχής και ασφαλής λειτουργία των ενεργειακών συστημάτων στην τεχνολογικά προσανατολισμένη και ενεργειακά εξαρτημένη εποχή μας, και αφ’ ετέρου να αναδείξει τον κομβικό ρόλο της ενέργειας στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Γι’ αυτό, η ενεργειακή ασφάλεια πρέπει να αποτελέσει την υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα στην σχεδίαση του ενεργειακού μας συστήματος. Ή καλύτερα διατυπωμένο, η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας είναι σήμερα η πλέον σημαντική ενεργειακή πρόκληση. Δυστυχώς, όμως, στον τομέα της ενεργειακής ασφάλειας η Ελλάδα υστερεί πολύ, σε σύγκριση με άλλες χώρες στην ΕΕ, καθότι η ενεργειακή της εξάρτηση τα τελευταία χρόνια βαίνει διαρκώς αυξανόμενη. Από 55 % που ήταν την δεκαετία του 1980 αυτή έφθασε το 78% σήμερα, με τις εγχώριες πηγές ενέργειας, δηλ. υδροηλεκτρικά, ΑΠΕ και λίγο λιγνίτη, να καλύπτουν το υπόλοιπο. Με ένα κόστος € 13 δισεκ. (δηλ. 7% του ΑΕΠ) το 2022 εισάγαμε μεγάλες ποσότητες πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού για να καλύψουμε το σύνολο των ενεργειακών μας αναγκών.
Από τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι το θέμα της μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας πρέπει να αποτελέσει σημαντική προτεραιότητα τόσο για γεωπολιτικούς όσο και για οικονομικούς λόγους. Όμως η ενίσχυση της ενεργειακής ασφαλείας δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ, καθότι η ενέργεια που παράγεται τροφοδοτείται αποκλειστικά στο ηλεκτρικό σύστημα, οι ανάγκες του οποίου ήδη καλύπτονται κατά 50% από τις ΑΠΕ και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά. Αλλά ακόμα και εάν οι ανωτέρω πηγές καλύψουν το 70% η και το 80% της κατανάλωσης ηλεκτρισμού, αυτό δεν σημαίνει ότι θα μειωθεί αναλογικά η ενεργειακή μας εξάρτηση καθότι οι μεταφορές, η βιομηχανία και ο οικιστικός τομέας θα εξακολουθήσουν να κινούνται με πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Άρα απαιτείται επανασχεδίαση της ενεργειακής πολιτικής με στόχο τον εξορθολογισμό του ενεργειακού ισοζυγίου, έτσι ώστε να συμμετέχουν σε αυτό σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό, τι σήμερα εγχώρια παραγόμενο πετρέλαιο και βιοκαύσιμα. Με παράλληλη είσοδο εγχώρια παραγόμενου φυσικού αερίου από τους στόχους που έχουν ήδη αναγνωριστεί στην Δυτική Ελλάδα και πέριξ της δυτικής Κρήτης και αναμένονται ερευνητικές γεωτρήσεις ώστε να προσδιοριστούν τα μεγέθη των κοιτασμάτων και να δρομολογηθεί η αξιοποίησή τους. Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση οφείλει να ενθαρρύνει τις παραχωρησιούχους εταιρείες να επιταχύνουν τις εργασίες τους.
Οι προκλήσεις του Ελληνικού ενεργειακού τομέα δεν σταματούν στα ανωτέρω και εκτείνονται σε ένα πολύ ευρύτερο χώρο. Αφορούν κυρίως την ανάγκη για συνεχείς επενδύσεις που στόχο έχουν τον εκσυγχρονισμό, την αναβάθμιση και επέκταση των ενεργειακών υποδομών ώστε να καλύπτουν με ασφάλεια και ανταγωνιστικό κόστος τις διαφοροποιημένες (αλλά όχι απαραίτητα υψηλότερες) ανάγκες του Έλληνα και επισκέπτη καταναλωτή.
Αυτό σημαίνει «έξυπνες» επενδύσεις σε προηγμένα συστήματα ΑΠΕ και αποθήκευσης ενέργειας, σε δίκτυα, αγωγούς και τέρμιναλ φυσικού αερίου, στην παραγωγή υδρογόνου και σε συστήματα CCUS, σε έξυπνους μετρητές και σε ηλεκτρικά δίκτυα μεταφοράς και διανομής και ασφαλώς στον ευπαθή χώρο της ενεργειακής αποδοτικότητας όπου η συμμετοχή των ιδιοκτητών και διαχειριστών ακινήτων παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Με ένα μέσο όρο € 7.0 δισεκ. προβλεπόμενες επενδύσεις κατ’ έτος την τρέχουσα δεκαετία (2023-2032), σύμφωνα με στοιχεία του ΙΕΝΕ, ο ενεργειακός τομέας αναδεικνύεται σε πρωταθλητή της οικονομίας δημιουργώντας σταθερά κάθε χρόνο μερικές χιλιάδες νέων και καλά αμειβομένων θέσεων εργασίας. Γι’ αυτό και η μεγάλη πρόκληση παραμένει η συνεχιζόμενη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, όπου η πρόσφατα ανακτηθείσα επενδυτική βαθμίδα παίζει σημαντικό ρόλο, αφού αυτό αναπόφευκτα επηρεάζει τις επενδύσεις στην ενέργεια.