Μάλιστα ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν έκρυψε την φιλοδοξία της κυβέρνησης να καταστεί βασικός προμηθευτής αερίου της Ουκρανίας μέσω του προωθούμενου σήμερα Vertical Corridor.
Δεύτερον, στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, τόσο για την μεγαλύτερη δυνατή κάλυψη των εγχώριων αναγκών (σήμερα καλύπτουν μόλις το 20% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης) όσο και για εξαγωγή σε γύρω χώρες μέσα από τις σχεδιαζόμενες ηλεκτρικές διασυνδέσεις προς βορρά μέσω Κροατίας, προς το Ευρωπαϊκό grid προς Ιταλία, αλλά και προς Κύπρο και Ισραήλ. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Κυρ. Μητσοτάκης, «… από την πλευρά της Ελλάδας, και πάλι ως χώρα που διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, συνεχίζω να είμαι πολύ αισιόδοξος για την Πράσινη Συμφωνία και να υποστηρίζω θερμά τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής»
Όμως την αισιοδοξία του πρωθυπουργού δεν φαίνεται να συμμερίζονται αρκετοί οικονομικοί και ενεργειακοί παράγοντες με τους οποίους συνομίλησε η στήλη και των οποίων τις απόψεις ζήτησε αναφορικά με τις δηλώσεις του. Οι ενστάσεις επικεντρώνονται στο γεγονός ότι η Ελλάδα σήμερα πληρώνει ένα πανάκριβο τίμημα για την λεγόμενη «πράσινη μετάβαση» με την πλήρη απαξίωση του εγχώριου λιγνίτη και την απομάκρυνση της προοπτικής εκμετάλλευσης των σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που έχουν εντοπιστεί στο Ελληνικό υπέδαφος. Μια αμφιλεγόμενη μετάβαση, την στιγμή που η εγχώρια προστιθέμενη αξία των εγκαταστάσεων ΑΠΕ δεν υπερβαίνει το 15%, ενώ η όλη δραστηριότητα δεν έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της απασχόλησης, όπως αποκάλυψε πρόσφατη μελέτη του ΙΕΝΕ. («Ενέργεια και Απασχόληση στην Ελλάδα», Μελέτη Μ 63, IENE, Αθήνα, Ιούνιος 2023).
Όπως ομολόγησε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην συζήτηση στο Davos, το 2022 η Ελλάδα κατέβαλλε € 7 δισεκ. μόνο για την εισαγωγή φυσικού αερίου, ενώ εάν προσθέσουμε και τα € 6 δισεκ. που πλήρωσε για καθαρές εισαγωγές πετρελαίου και ηλεκτρισμού, τότε το κονδύλι φθάνει τα € 13 δισεκ. και αντιστοιχεί στο 60% περίπου του εμπορικού ελλείμματος. Εάν, μάλιστα, λάβουμε υπ’ όψη και το κονδύλι για εισαγωγές ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκών συστημάτων και ηλεκτρικών αυτοκινήτων, το συνολικό ενεργειακό κόστος εισαγωγών φθάνει τα € 20 δισεκ. και αντιστοιχεί στο 10% του ΑΕΠ. Όπως παρατηρούν οι ανωτέρω παράγοντες, αυτό είναι ένα υπέρμετρο κόστος που καταβάλλει μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα για να δείξει ότι πρωταγωνιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην πράσινη ανάπτυξη χωρίς να διαθέτει καν την απαραίτητη βιομηχανική βάση.
Με τον λιγνίτη να καλύπτει πλέον μετά βίας το 5 % της ηλεκτρικής μας παραγωγής, την στιγμή που όλες οι γειτονικές χώρες αλλά και η Γερμανία, διατηρούν τις βασικές λιγνιτοπαραγωγικές μονάδες μέχρι το 2040 ( ενώ η Ελλάδα έχει αυτοδεσμευτεί σε απόσυρση το 2028!) - η ανεξήγητη σπουδή της Ελληνικής κυβέρνησης να απαλλαγεί το συντομότερο από τους λιγνίτες, πέρα από την ραγδαία μείωση της οικονομικής δραστηριότητας σε Δυτική Μακεδονία και Αρκαδία, έχει ωθήσει το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στα ύψη. Με την βιομηχανία να έχει να αντιμετωπίσει τιμές σταθερά πάνω από τα € 120 την μεγαβατώρα και, άρα, να αδυνατεί να ανταγωνιστεί σε διεθνές επίπεδο. Τον κώδωνα του κινδύνου έχουν επανειλημμένα κρούσει οι αρμόδιοι φορείς τόσο από πλευράς ΣΕΒ όσο και ΕΒΙΚΕΝ.
Όπως χαρακτηριστικά τόνισαν οι ανωτέρω παράγοντες στο Energia.gr, «ουδείς είναι αντίθετος στην μετάβασή μας σε οργανωμένη βάση προς τις καθαρές μορφές ενέργειας. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει βεβιασμένα με απαράδεκτη και αχρείαστη εκτόξευση του ενεργειακού κόστους. Και ναι μεν οι οικιακοί καταναλωτές είναι προστατευμένοι σε μεγάλο βαθμό μέσω φανερών και μη επιδοτήσεων, που όλοι μας τις πληρώνουμε με το ένα τρόπο ή τον άλλο, αλλά η βιομηχανία, που αποτελεί βασικό πυλώνα οικονομικής ανάπτυξης, αντιμετωπίζει πλέον σοβαρό θέμα επιβίωσης μέσα στο πανάκριβο ενεργειακό περιβάλλον που έχει προκύψει. Με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι την κυβέρνηση ουδόλως την απασχολεί το υψηλό κόστος ενέργειας και για το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρεται είναι πώς θα αυξηθεί η εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ, παρά το γεγονός ότι δεν βοηθούν ουσιαστικά στην απεξάρτηση της χώρας από τους τεράστιους όγκους εισαγόμενης ενέργειας».