Η υπερπαγκοσμιοποίηση έχει εξαντληθεί. Ο καπνός του (εμπορικού) σινοαμερικανικού πολέμου, ακολουθούμενος από τους πραγματικούς πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, εκτραχύνεται από τις διαρκώς οξυνόμενες ανισότητες και τη μισθολογική στασιμότητα. Ακόμη και οι πιο λάβροι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης παραδέχονται τώρα ότι έχει αποφέρει αμφίρροπα οφέλη και ότι απειλές, που κατέστησαν ορατές στην πανδημία και τη διάλυση της εφοδιαστικής αλυσίδας, δεν δικαιολογούν το αδύναμο ρυθμιστικό πλαίσιο και το χαμηλό κόστος εργασίας. Οι δε προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία είναι αβέβαιες.
Στις ΗΠΑ η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν αναζητεί την εκ των ένδον οικονομική ασφάλεια, ενώ παράλληλα επιδιώκει την υπεροχή στην παγκόσμια σφαίρα. Πολλές άλλες χώρες ακολουθούν αυτή την προσέγγιση και τώρα αντιμετωπίζουν τις διμερείς σχέσεις ουσιαστικά ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η υπεροχή της γεωπολιτικής σημαίνει ότι οι εμπορικοί πόλεμοι και οι οικονομικές κυρώσεις μπορεί να γίνουν το μόνιμο χαρακτηριστικό του διεθνούς εμπορίου και των έργων χρηματοδότησης.
Μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, εκμεταλλευόμενες τη δεσπόζουσα θέση τους, οι δυτικές οικονομίες επεξέτειναν το μοντέλο τους, που βασίζεται στον φονταμενταλισμό της αγοράς, ώστε να ρυθμίσουν τις διακρατικές σχέσεις μέσω της «απορρύθμισης» του εμπορίου και των ροών κεφαλαίων. Για να πείσουν τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ότι δεν πρόκειται να παρέμβουν στην όλη λειτουργία της αγοράς, έθεσαν σε κίνηση μια φαινομενικά μη αναστρέψιμη διαδικασία ανάθεσης εξουσίας σε εξωτερικούς κανόνες και αυτόνομους «τεχνοκρατικούς» οργανισμούς.
Πουθενά δεν ήταν πιο εμφανές αυτό από την απόφαση να αντικατασταθεί το 1995 η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Συν τοις άλλοις, μείζονος σημασίας ζητήματα έχουν τεθεί εκτός εσωτερικής πολιτικής ατζέντας σε πολλές χώρες, όπου οι πολιτικοί δεν λογοδοτούν στο εκλογικό σώμα τόσο, όσο στις επιχειρήσεις. Τριάντα χρόνια υπερπαγκοσμιοποίησης οδήγησαν σε απότομες αυξήσεις στη συγκέντρωση της παγκόσμιας αγοράς. Αν και παραδόξως η παγκοσμιοποίηση αφορούσε την ενοποίηση και ολοκλήρωση των οικονομιών, συνεπαγόταν επίσης την αποδόμηση στο εσωτερικό τους. Ενα άλλο παράδοξο είναι ότι οι χώρες που ωφελήθηκαν περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση είναι όσες απέκλιναν των κανόνων της, όπως η Κίνα.
Τα τελευταία 30 χρόνια, πάνω από 800 εκατ. άνθρωποι στην Κίνα βγήκαν από τη φτώχεια: αυτό σημαίνει ότι το 70% της μείωσης της παγκόσμιας φτώχειας συντελέστηκε στην Κίνα. Αυτό σίγουρα δεν θα ήταν δυνατό αν η Κίνα δεν είχε στραφεί προς τις παγκόσμιες αγορές, μετατρέποντας εαυτήν σε εξαγωγική υπερδύναμη. Ομως, η Κίνα αγνόησε τον οδηγό της παγκοσμιοποίησης, οπωσδήποτε ως προς το πνεύμα, πριν και μετά την ένταξή της στον ΠΟΕ το 2001. Η πανδημία του κορωνοϊού έχει συγχωνευθεί με αυτό που πρόσφατα χαρακτηρίστηκε «πολυκρίση», ήτοι το μείγμα παγκόσμιων απειλών, όπως το υψηλό χρέος και τα αυξανόμενα επιτόκια, ο πληθωρισμός και το υψηλό κόστος διαβίωσης, που τροφοδοτούν κοινωνικές αναταραχές, γεωπολιτική αντιπαράθεση και μια επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής και της απώλειας βιοποικιλότητας. Για να ξεπεράσουμε τη δυσπιστία και να διατηρήσουμε την πολυμερή συνεργασία, πρέπει να διασφαλίσουμε δικαιότερη κατανομή των κερδών από την παραγωγή και το εμπόριο και να παρέχουμε στους πολίτες μεγαλύτερη ασφάλεια και εμπιστοσύνη ενόψει της αλλαγής των δεδομένων διεθνώς.
*Ο κ. Π. Φορτουνάτο είναι οικονομολόγος της Διάσκεψης Εμπορίου και Ανάπτυξης των Η.Ε. Το άρθρο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της «Κοινωνικής Ευρώπης», socialeurope.eu.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)