απειλή της ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Munich Security Index, στην οποία συμμετείχαν 12.000 άτομα στις χώρες της G7, καθώς και στη Βραζιλία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική.
Η έρευνα, η οποία επικεντρώθηκε σε 32 κινδύνους όπως τους αντιλαμβάνεται το κοινό, διαπίστωσε ότι οι εν λόγω απειλές θεωρούνται πλέον ακόμη πιο σημαντικές από την απειλή της Μόσχας για την ασφάλεια, η οποία κατατάσσεται φέτος στην τέταρτη θέση συνολικά.
Στην περσινή έρευνα, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είχε αξιολογηθεί ως η μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια, ιδίως στις χώρες της G7.
Ενώ η Ρωσία εξακολουθούσε να αποτελεί τον κορυφαίο κίνδυνο για πέντε χώρες της G7 πέρυσι, μόνο οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιαπωνίας εξακολουθούν να τη θεωρούν ως τέτοια φέτος, σύμφωνα με την έρευνα. Οι Γερμανοί πολίτες θεωρούν πλέον τη Ρωσία μόνο ως την έβδομη μεγαλύτερη ανησυχία και οι Ιταλοί ως τη 12η.
Τα ευρήματα της έρευνας έρχονται σε μια περίοδο που η Ουκρανία αγωνίζεται να ενισχύσει την ευρωπαϊκή υποστήριξη για την καταπολέμηση της ρωσικής επιθετικότητας μπροστά στην ασταθή δέσμευση της Ουάσινγκτον στην πολεμική προσπάθεια λόγω της συνεχιζόμενης αντίθεσης των Ρεπουμπλικανών στο αμερικανικό Κογκρέσο.
Η Γερμανία, η Γαλλία «λείπουν από τη δράση»
Αν και η έκθεση αναγνωρίζει ότι η ευρωπαϊκή άμυνα έχει σημειώσει μεγάλη εξέλιξη από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η έκθεση αναφέρει ότι οι Ευρωπαίοι απέχουν ακόμη πολύ από το να ανταποκριθούν σε ένα «σκοτεινότερο» παγκόσμιο περιβάλλον ασφάλειας.
«Το κρίσιμο κενό δυνατοτήτων στην ευρωπαϊκή άμυνα εξακολουθεί να είναι η πολιτική ηγεσία», αναφέρεται στην έκθεση.
Η Γερμανία και η Γαλλία ειδικότερα «λείπουν από τη δράση», προειδοποιεί η έκθεση, τη στιγμή που η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ προωθούν την υποστήριξη της ΕΕ προς το Κίεβο και τις κοινές πρωτοβουλίες προμηθειών.
«Υπό την κυβέρνηση (του καγκελάριου Όλαφ) Σολτς, η Γερμανία έχει αντιμετωπίσει επαναλαμβανόμενες επικρίσεις για την απουσία της σε αμυντικά ζητήματα της ΕΕ», αναφέρεται στην έκθεση.
«Εν τω μεταξύ, η Γαλλία θεωρείται ότι επιδιώκει στενά βιομηχανικά και όχι συλλογικά ευρωπαϊκά συμφέροντα».
«Η Γερμανία και η Γαλλία οφείλουν να κερδίσουν ξανά την εμπιστοσύνη», αναφέρεται στην έκθεση, προσθέτοντας ότι ο χρόνος είναι καθοριστικός για την επιτάχυνση της αμυντικής συνεργασίας.
Συναλλακτική σκέψη
Πέρα από τις συγκεκριμένες απειλές, η έκθεση με τίτλο «Lose-Lose?» ανέφερε ότι λόγω των αυξανόμενων εντάσεων και της οικονομικής αβεβαιότητας, τα οφέλη της παγκόσμιας συνεργασίας βρίσκονται όλο και περισσότερο εκτός εστίασης.
Οι δημοσκοπήσεις που συνοδεύουν την έκθεση διαπίστωσαν επίσης την απαισιοδοξία της Δύσης σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές και την κλίμακα των μελλοντικών κινδύνων σε σχέση με τις απόψεις των ψηφοφόρων στις χώρες BRIC – Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα.
Οι κοινοί οικονομικοί χώροι και οι δομές ασφάλειας χάνουν επομένως τη σημασία τους αντί να την κερδίζουν, αναφέρεται στην έκθεση.
Αντιθέτως, οι κυβερνήσεις σήμερα ανησυχούν πρωτίστως «ότι θα επωφεληθούν λιγότερο από τους άλλους», γεγονός που μεταφράζεται σε ηγέτες που θέτουν την ευημερία και την ασφάλεια της χώρας τους πάνω από την κοινή πρόοδο – και υποκινούν σε κίνηση ένα επικίνδυνο καθοδικό σπιράλ, προειδοποίησε η έκθεση.
«Από τη σκοπιά του μέρους της ανθρωπότητας που ζει σε συνθήκες φτώχειας ή υποφέρει από παρατεταμένες συγκρούσεις, οι εκκλήσεις για την υπεράσπιση της αφηρημένης τάξης που βασίζεται σε κανόνες και την ανάληψη του κόστους που την συνοδεύει φαίνονται άτονες».
Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η έμφαση της Δύσης στην «κανονιστική τάξη» είναι υποκριτική και αποσκοπεί στη διατήρηση του status quo της δυτικής κυριαρχίας, μεταξύ άλλων και επί των χωρών του Παγκόσμιου Νότου.
Οι συγγραφείς επεσήμαναν ότι τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα «προωθούν επιδέξια το αφήγημα ότι οι δυτικές χώρες προωθούν τη διαίρεση του κόσμου σε μπλοκ και, ερμηνεύοντας τακτικά τους «κανόνες της διεθνούς τάξης που βασίζεται σε κανόνες προς όφελός τους, είναι ένοχες για την άσκηση διπλών προτύπων».
«Εάν οι τρέχουσες τάσεις συνεχιστούν, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους κινδυνεύουν να χάσουν το παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών στο παγκόσμιο δικαστήριο της κοινής γνώμης, καθώς θα στιγματιστούν ως οι ένοχοι της διάβρωσης μιας συνεργατικής διεθνούς τάξης και της έλλειψης προσπάθειας για την εξασφάλιση πιο αμοιβαία επωφελών αποτελεσμάτων», αναφέρεται στην έκθεση.
Αυτή η «μάχη των αφηγημάτων», επισημαίνεται στην έκθεση, διαδραματίζεται ιδιαίτερα στην Αφρική, τον Ινδο-Ειρηνικό και τη Μέση Ανατολή.
Διεκδικητική Κίνα
Η αντίληψη του κινδύνου μιας στρατιωτικής σύγκρουσης στον Ινδο-Ειρηνικό μεταξύ της Κίνας και της Ταϊβάν έχει αυξηθεί απότομα, σύμφωνα με την έρευνα.
Η ανησυχία για μια ολοένα και πιο διεκδικητική Κίνα έχει κάνει μεγάλο άλμα – ιδίως στην Ιαπωνία, ακολουθούμενη από την Ινδία, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Στις χώρες της G7, «μεγάλα τμήματα των πληθυσμών […] πιστεύουν ότι οι χώρες τους θα είναι λιγότερο ασφαλείς και πλούσιες σε 10 χρόνια», αναφέρει η έκθεση.
Οι πολίτες στις χώρες της G7 αναμένουν ότι η Κίνα και οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου θα αυξήσουν τη δύναμη και την επιρροή τους, με το Πεκίνο να επωφελείται εις βάρος των άλλων, προσθέτει η έκθεση.
euractiv.gr