Η ΒΙΩΣΙΜΗ ανάπτυξη έχει διάφορες κυρίαρχες μορφές, ενέργειες και δράσεις, όπως: υγεία και ασφάλεια εργασίας, προστασία περιβάλλοντος, εκπαίδευση εργαζομένων, εργασιακές σχέσεις, επεξεργασία πλάνων δράσης για τη βιώσιμη λειτουργία των εξορυκτικών επιχειρήσεων. Επίσης σχετίζεται με την απόκτηση κοινωνικής άδειας και κοινωνικής αποδοχής της εξορυκτικής δραστηριότητας, την άρση νομοθετικών εμποδίων για την ανάπτυξη του κλάδου, τη βελτίωση της λειτουργίας των εξορυκτικών επιχειρήσεων σε σχέση με το περιβάλλον, την ανάλωση πόρων και ενέργειας και τη διαχείριση εξορυκτικών αποβλήτων. Σημαντικό είναι ότι μέσω της βιώσιμης ανάπτυξης καλούνται σήμερα οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό και τις προκλήσεις σε σχέση με τη διεθνή αγορά.
ΣΗΜΕΡΑ, πέραν της υπογραφής ΣΣΕ ελάχιστα απ’ όλα αυτά που προαναφέρθηκαν γίνονται αντικείμενο συνεργασίας. Η κυρίαρχη λογική απέχει φανερά από τη συνεργασία για την επίτευξη κοινών αποδεκτών στόχων με γνώμονα το κοινό συμφέρον και τη μεγιστοποίηση του οφέλους της κοινωνίας. Δεν υπάρχει η κουλτούρα του διαλόγου σ’ ένα τέτοιο επίπεδο, δεν υπάρχει η κουλτούρα να μοιραζόμαστε προβλήματα και να αναζητούμε από κοινού λύσεις. Ελάχιστες φορές και κάτω από το κράτος πολύ πιεστικών καταστάσεων υπήρξε συστράτευση των κοινωνικών εταίρων για τη βελτίωση της εικόνας του κλάδου στην τοπική ή υπερτοπική κοινωνία.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ μάχη που δίνουν οι εξορυκτικές εταιρείες για την κοινωνική αποδοχή του έργου τους και την απόκτηση κοινωνικής άδειας λειτουργίας, οι περιβαλλοντικές προκλήσεις, η αντιμετώπιση ακραίων περιβαλλοντικών θέσεων και πρακτικών που παρεμποδίζουν τη βιώσιμη ανάπτυξη της αξιοποίησης των ορυκτών πόρων σε βάθος χρόνου, αποτελούν ένα μοναχικό έργο στο οποίο ο άλλος κοινωνικός εταίρος είναι συνήθως ένας απόμακρος παρατηρητής. Το ίδιο ισχύει και για τις νομοθετικές προκλήσεις που πολλές φορές δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στη βιώσιμη ανάπτυξη των εξορυκτικών εταιρειών.
ΑΙΤΙΕΣ εντοπίζονται και στις δύο πλευρές (εργαζόμενοι-εργοδότες), όπου και οι δύο δεν κατανοούν τη σημασία της συστράτευσης μέσω ενός ανοικτού (χωρίς στεγανά) και ειλικρινούς διαλόγου, συνεργατών και όχι ανταγωνιστών. Στο κλαδικό επίπεδο διαλόγου μεταξύ κοινωνικών εταίρων παρατηρείται σχεδόν παντελής απουσία συμμετοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ).
Η ΜΙΚΡΗ συμμετοχή τους σε αντίστοιχους εργοδοτικούς συνδέσμους εξαντλείται σε προσπάθειες αντιμετώπισης των προβλημάτων της καθημερινότητάς τους. Υπάρχει σημαντική άγνοια του περιεχομένου και των στόχων της βιώσιμης εξόρυξης. Πολλές από τις πτυχές της που προαναφέρθηκαν αποτελούν «υψηλή κουλτούρα» που είναι μόνο «για τους μεγάλους». Η απαιτούμενη συνδρομή και συμμετοχή τους σε κλαδικούς συνδέσμους θεωρείται απαγορευτική ή πολυτέλεια για το μέγεθος και τις δυνατότητές τους. Η δύσκολη καθημερινότητα που βιώνουν, σχεδόν αβοήθητες, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, λειτουργεί ως οδοστρωτήρας που καταπατά και τις λίγες δυνατότητες που μπορεί να έχουν για εκσυγχρονισμό της λειτουργίας τους πάνω στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ δυνατόν να αλλάξει η προς τα έξω εικόνα του κλάδου, η μεταστροφή της κοινής γνώμης γι’ αυτόν, δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί σωστά το έργο του, η κοινωνική προσφορά του και να προσελκύσει νέους στα επαγγέλματα συνυφασμένα με την εξορυκτική δραστηριότητα, εάν ένα μεγάλο πλήθος ΜμΕ μένει έξω από προβληματισμούς και πρακτικές βιωσιμότητας.
Στις περιπτώσεις αυτές δεν μιλάμε βέβαια για ESG και CSR τα οποία θεωρούνται «διαστημικού επιπέδου», αλλά ακόμη και για απλές πρακτικές προστασίας περιβάλλοντος, αποκατάστασης χώρων εξόρυξης, εφαρμογής συστημάτων ασφαλείας και αντίστοιχων κανόνων και άλλα συναφή τα οποία ελάχιστα εφαρμόζονται θεωρούμενα ως «βάρος γραφειοκρατίας».
Πώς μπορεί να αλλάξει η εικόνα αυτή; Μόνο εάν αυξηθεί η συμμετοχή τους σε συνδέσμους με ειδικό πρόγραμμα συμμετοχής, συνεχούς ενημέρωσης και βοήθειας στην κατανόηση των πτυχών της βιώσιμης ανάπτυξης. Μόνο εάν πειστούν ότι όχι μόνο μακροπρόθεσμα, αλλά και μεσοπρόθεσμα, ακόμη και για το μικρό τους μέγεθος θα έχουν όφελος από την εφαρμογή αρχών βιώσιμης ανάπτυξης. Η εφαρμογή αυτή δεν απαιτεί παρά την εγκαθίδρυση απλών συστημάτων παρακολούθησης της βιώσιμης λειτουργίας τους με την εφαρμογή ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών που θα απεικονίζουν μετρήσιμα αποτελέσματα και θα αποτελούν εργαλεία διορθωτικών παρεμβάσεων.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥΣ μπορεί να ενεργοποιηθεί όχι μόνο με την ειδική προσπάθεια των αντίστοιχων εργοδοτικών συνδέσμων, αλλά και με προγράμματα «Godfathering» από μεγάλες εταιρείες. Στο πλαίσιο αυτό κάποιες μεγάλες εταιρείες πείθουν μικρότερους συνεργάτες τους να ενταχθούν, με την υλικοτεχνική και οργανωτική βοήθεια που τους προσφέρουν, σε επαγγελματικούς συνδέσμους. Αυτό οδηγεί σε ενημέρωση των ΜμΕ για τις αρχές και τις υποχρεώσεις της βιώσιμης εξορυκτικής δραστηριότητας, στην απόκτηση ενιαίου τρόπου σκέψης μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, στη λειτουργία δομών στο πνεύμα και τις απαιτήσεις της βιωσιμότητας και προπαντός στην αλλαγή συμπεριφοράς τους που οδηγεί στην καλύτερη προς τα έξω εμφάνιση του εξορυκτικού κλάδου.
ΠΑΡΟΜΟΙΕΣ δράσεις πρέπει να ακολουθήσουν και οι ομοιοεπαγγελματικές ή κλαδικές ενώσεις-οργανώσεις εργαζομένων, στηρίζοντας την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων των ΜμΕ του κλάδου, με γνώμονα τις ποικίλες απαιτήσεις της βιώσιμης ανάπτυξης. Βασικό κριτήριο σε αυτή την προσπάθεια δεν πρέπει να είναι η διεύρυνση της συνδικαλιστικής τους δύναμης και παρουσίας, αλλά η δημιουργία συνειδητοποιημένων εργαζομένων, που την ανάπτυξη του κλάδου τους θα τη βλέπουν μακροπρόθεσμα, καθιστάμενοι φορείς της βιωσιμότητάς του. Αυτός πρέπει να είναι και ο δρόμος ενίσχυσης της συνδικαλιστικής τους παρουσίας, προστατεύοντας την εξέλιξη και το μέλλον των εργαζομένων τους, με την απόκτηση ισχυρής βάσης για τον εξορυκτικό κλάδο μέσω της κοινωνικής αποδοχής του.
ΜΕΣΑ από τέτοιες πρακτικές μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι εφικτή η εξέλιξη, η πρόοδος και η εξασφάλιση συνεχούς ανάπτυξης της εξορυκτικής βιομηχανίας.
*Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων(ΣΜΕ)
(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")