Να θυμίσουμε ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΕΔΕΥΕΠ, και όπως αναφέραμε σε άρθρο μας στο Energia.gr (18/7/2023 - Eνεργειακό Στίγμα), έχουν εντοπιστεί 16 εκμεταλλεύσιμοι κοραλλιογενείς ύφαλοι και στις δυο παραχωρήσεις. Συνολικά τα εν λόγω κοιτάσματα εκτιμάται ότι έχουν δυναμικότητα 5 τρισεκ. κυβ. μέτρων. Αυτού του μεγέθους κοιτάσματα σπανίζουν σε διεθνές επίπεδο, γι’ αυτό και οι έρευνες στο Λιβυκό και Κρητικό αρχιπέλαγος έχουν τόσο μεγάλη σημασία, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη. Η ανακάλυψη εμπορικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων στην περιοχή αναμφίβολα θα εξασφαλίσει την ενεργειακή αυτάρκεια της Ελλάδας, ενώ παράλληλα θα συμβάλλει στην στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης (εδώ).
Όμως, για μια ακόμα φορά, εν όψει ενστάσεων που έχουν καταθέσει διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις (εδώ), υπάρχει ορατός ο κίνδυνος οι ανωτέρω έρευνες να ανασταλούν και οι εταιρείες - που χρηματοδοτούν 100% τις έρευνες με συνολικά κεφάλαια της τάξης των $ 500 εκατ. για την περίοδο 2022-2026 - να εγκαταλείψουν την περιοχή. Όπως ακριβώς συνέβη πρόσφατα στην Ήπειρο, με την προγραμματισμένη γεώτρηση της Energean στα Ιωάννινα, και ενωρίτερα στο Κρήτη και αρκετά χρόνια πριν στην Αιτωλοακαρνανία και στην Επανωμή. Οι ανωτέρω περιβαλλοντικές οργανώσεις διαμαρτύρονται διότι, κατά την άποψη τους, οι σεισμικές έρευνες σήμερα και οι γεωτρήσεις αύριο αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για την βιοποικιλότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος της περιοχής και υπαρξιακό κίνδυνο για τα ευπαθή κητοειδή των ελληνικών θαλασσών. Μάλιστα, οι εν λόγω ακτιβιστές αναφέρουν ότι οι «έρευνες διεξάγονται κατά παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας».
Ασφαλώς τίποτα το ανακριβέστερο από την ανωτέρω παραπλανητική δήλωση που έγινε μόνο κι μόνο για λόγους εντυπωσιασμού, αφού, προκειμένου να προχωρήσει η Κοινοπραξία στις έρευνες, πέρασε από όλη την απαραίτητη αδειοδοτική διαδικασία και έλαβε όλες τις απαιτούμενες περιβαλλοντικές άδειες. Οι ενστάσεις που είχαν υποβάλει τότε στο ΣτΕ οι ακτιβιστές περιβαλλοντολόγοι απορρίφθηκαν, καθώς στερούνταν επιστημονικής τεκμηρίωσης, αφού οι έρευνες δεν επηρέαζαν ούτε καν ένα μικρό μέρος του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Οι δε ισχυρισμοί των περιβαλλοντολόγων ότι δήθεν υπάρχει παράβαση του ενωσιακού δικαίου είναι απόλυτα ψευδείς διότι δεν υπάρχει ουδεμία νομολογία ή Ευρωπαϊκή Οδηγία που να εμποδίζει τα κράτη μέλη από το να διεξάγουν σεισμικές έρευνες και ερευνητικές γεωτρήσεις ή να παράγουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο από εντοπισθέντα κοιτάσματα. Γιατί, απλούστατα, σήμερα διεξάγουν θαλάσσιες έρευνες για υδρογονάνθρακες πολλά ευρωπαϊκά κράτη, όπως λ. χ. η Ιταλία, η Κροατία, η Σλοβενία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Δανία, η Ισπανία, η Γαλλία - για να μην αναφερθούμε στην Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο που, αν και εκτός ΕΕ, προμηθεύουν τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης με πετρέλαιο και φ. αέριο.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να εγκαταλείψει την διαχρονικά αμφίσημη στάση της στο θέμα των ερευνών υδρογονανθράκων, που, μέχρι στιγμής, έδρασε αποτρεπτικά στον εντοπισμό και αξιοποίηση των ελληνικών κοιτασμάτων (να θυμίσουμε την αποχώρηση των εταιρειών Repsol και Total πριν από λίγα χρόνια) και, επιτέλους, να δει υπό το πρίσμα της εθνικής και ενεργειακής ασφαλείας το όλο θέμα. Με την ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας να ξεπερνά σήμερα το 76% - με 100% εισαγωγές πετρελαίου και φ. αερίου- προέχει η ενίσχυση της ενεργειακής μας ασφάλειας που μπορεί να προέλθει μόνο από την μείωση των εισαγωγών υδρογονανθράκων. Υπό αυτή την έννοια, θα πρέπει να υπάρξει κατάλληλη νομοθετική και διοικητική πρόνοια από την κυβέρνηση, ώστε, για λόγους εθνικής ασφαλείας, να απορρίπτονται προσχηματικού τύπου προσφυγές και ενστάσεις σωματείων και ακτιβιστών, που δήθεν κόπτονται για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά, στην πράξη, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποσπάσουν οικονομικά ή άλλου είδους ανταλλάγματα. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να διασφαλιστεί η συνέχεια των ερευνών προς όφελος της οικονομίας και του κοινωνικού συνόλου.