Είναι μία χρονιά που το δημόσιο χρέος θα επιβαρυνθεί με 25 δις ευρώ τόκους από τα δάνεια του μνημονίου καθώς η περίοδος χάριτος για μνημονιακά δάνεια ύψους 100 δισ. ευρώ, λήγει και αρχίζουν οι αποπληρωμές τοκοχρεολυσίων, που σημαίνει ότι οι αναβαλλόμενοι τόκοι θα συνυπολογιστούν στο χρέος. Έτσι, το 2032 απειλείται τόσο από μια απότομη αύξησις του δείκτη χρέους, όσο και του κόστους αναχρηματοδοτήσεως. Εάν, οι συνθήκες στην οικονομία είναι δύσκολες και το διεθνές περιβάλλον αντίξοο η χώρα θα μπορούσε να διολισθήσει ξανά προς την κρίση και την φτωχοποίηση. Και μπορεί το 2032 για κάποιους να φαντάζει ακόμη μακρινό αλλά δεν άπέχει τόσο πολύ εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα που θα μπορούν να περιορίσουν τις συνέπειες από από κόστος αναχρηματοδότησης .
Υπενθυμίζεται ότι από το δάνειο του EFSF 130 δισ. ευρώ του 2013, αποφασίστηκε να «παγώσει» η πληρωμή τόκων έως το 2032 για περίπου 100 δις ευρώ. Οι «παγωμένοι» τόκοι, που θα είχαν φτάσει το 2022 στα 11 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι θα ανέλθουν έως το 2032 περίπου στα 25 δισ. ευρώ (26,7 δισ. ευρώ αναφέρουν οι εκτιμήσεις της κεντρικής τράπεζας)
Ως εκ τούτου, οι κίνδυνοι διαχείρισης του δημόσιου χρέους εμφανίζονται σημαντικά αυξημένοι μετά το τέλος της μεσοπρόθεσμης περιόδου , καθώς η δομή του δημόσιου χρέους θα έχει μεταβληθεί, συνεπώς η αποκλιμάκωση πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια.
Καμπανάκι και από την Κομισιόν
Η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει υψηλούς κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα,
Οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι δημοσιονομικής βιωσιμότητας για την Ελλάδα εμφανίζονται υψηλοί, καθώς το βασικό σενάριο της DSA δείχνει ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους αναμένεται να μειωθεί αλλά να παραμείνει σε υψηλό επίπεδο μεσοπρόθεσμα περίπου στο 124% του ΑΕΠ το 2034 .
Σύμφωνα με το σενάριο που το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο επιστρέψει στον ιστορικό μέσο όρο των 15 ετών, ο λόγος του χρέους θα ήταν χαμηλότερος από ό,τι στη βασική γραμμή κατά περίπου 13,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2034.
Ωστόσο, σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο όπου το ποσοστό ανάπτυξης επιδεινώνεται κατά 1 π.μ., ο λόγος του χρέους θα ήταν υψηλότερος κατά περίπου 9,5 π.μ. το 2034.
Σύμφωνα με το σενάριο χρηματοοικονομικής πίεσης (δηλαδή τα ποσοστά προσωρινά αυξάνονται κατά 5,3 π.μ. σε σύγκριση με την αρχική τιμή) ο λόγος του δημόσιου χρέους θα ήταν υψηλότερος κατά περίπου 3,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2034.
Τέλος, σύμφωνα με το σενάριο του κατώτερου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου (δηλαδή η προβλεπόμενη σωρευτική βελτίωση την περίοδο 2023-2024 έχει μειωθεί στο μισό) ο λόγος του χρέους θα ήταν υψηλότερος από ό,τι στη βασική γραμμή κατά περίπου 4,4 ποσοστιαίες μονάδες το 2034.
Ως εκ τούτου η Κομισιόν συμπεραίνει πως οι προβολές δείχνουν μεσαίο κίνδυνο και μια πιθανότητα 14% ο δείκτης χρέους να είναι υψηλότερος το 2028 .
Στα θετικά της έκθεσης, προστίθεται το γεγονός πως οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι δημοσιονομικής βιωσιμότητας για την Ελλάδα εμφανίζονται συνολικά χαμηλοί. Η εκτίμηση αυτή οφείλεται στην ευνοϊκή αρχική δημοσιονομική θέση και στην προβλεπόμενη μείωση του κόστους γήρανσης.
Ως εκ τούτου, αυτά τα αποτελέσματα εξαρτώνται από τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων μακροπρόθεσμα καθώς και στην ορθή εφαρμογή των νομοθετημένων συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων, έτσι ώστε να μην χρειαστούν βελτιώσεις στο ισοζύγιο για να διασφαλιστεί η σταθεροποίηση του χρέους μακροπρόθεσμα.
Η Κομισιόν, επισημαίνει ότι διάφοροι πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση και σχετίζονται με την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων, ιδίως τις κρατικές εγγυήσεις που χορηγήθηκαν πρόσφατα, στο πλαίσιο αντιμετώπισης της πανδημίας του COVID-19. Οι κίνδυνοι ενδεχόμενων υποχρεώσεων συνεχίζουν να απορρέουν και από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον τραπεζικό τομέα, αν και το μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων σημείωσε απότομη μείωση τα προηγούμενα έτη.
Εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις
Παράλληλα, το κόστος που συνδέεται με εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις κατά του κράτους επίσης δημιουργεί πιθανούς δημοσιονομικούς κινδύνους. Μια ακόμη πηγή δημοσιονομικών κινδύνων είναι η επίμονη εμφάνιση και η εντατικοποίηση των φυσικών καταστροφών. Από την άλλη πλευρά, οι παράγοντες μείωσης του κινδύνου σχετίζονται με τη διάρθρωση του χρέους. Ειδικότερα, το μεγαλύτερο μερίδιο του χρέους κατέχεται από επίσημους δανειστές με χαμηλά επιτόκια και έχει ιδιαίτερα μακρά διάρθρωση σε σύγκριση με τις αντίστοιχες χώρες.
Η έκδοση του χρέους σε σταθερό νόμισμα μετριάζει επίσης τους κινδύνους. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του ταμείου NGEU, αν εφαρμοστούν πλήρως, θα μπορούσαν να έχουν περαιτέρω θετικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια, και επομένως να συμβάλει στο μετριασμό των κινδύνων βιωσιμότητας του χρέους.
Αύξησις δημοσιου χρέους το 2023
Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος ηυξήθη το 2023 άνω από 6 δισ. ευρώ συμφώνως προς τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, παρά τα υπερπλεονάσματα και τις αποπληρωμές των δανείων της Ευρωζώνης. Το ύψος του ακαθάριστου δημόσιου χρέους, στο τέλος του περασμένου Δεκεμβρίου, σκαρφάλωσε στα 406,52 δισ. ευρώ, από 400,28 δισ. ευρώ, που ήταν στο τέλος Δεκεμβρίου 2022 και από 388,34 δισ. ευρώ, που ήταν στο τέλος του 2021.
Εντός του Δεκεμβρίου του 2023, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους εξόφλησε πρόωρα ομόλογα από τα δάνεια του πρώτου μνημονίου, που είχε λάβει η Ελλάδα από τις χώρες της Ευρωζώνης, συνολικού ύψους 5,29 δισ. ευρώ.
Έτσι, το υπόλοιπο των δανείων από τον Μηχανισμό Στήριξης ποιου χρωστάει η Ελλάδα ανέρχεται σε 228,53 δισ. ευρώ, από 233,82 δισ. ευρώ, που ήταν στο τέλος του περασμένου έτους
Οι αναφορές της Moody’s
Το χρέος πέρασε και από τα «ραντάρ της Moody’s, η οποία όχι απλώς δεν έδωσε -από την πλευρά της- την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, αλλά ούτε καν αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ο οικος διαπιστώνει ότι παραμένει υψηλός ο λόγος χρέους ως προς το ΑΕΠ. Παράλληλα, παραμένει μεγάλο το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ενώ η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς καθώς σημαντικοί κλάδοι της οικονομίας είναι ναυτιλία και τουρισμός. Επίσης, ζητά να υπάρξει συνέχιση μεταρρυθμίσεων ειδικά στο δικαστικό σύστημα, αλλά και ταχύτερη από την αναμενόμενη βελτίωση της δημοσιονομικής ισχύος.
Βαρυτητα δίναι και στον ρυθμό αναπτυξης και τη μεγαλύτερη δυσκολία στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αλλά και ακόμη ένα εμπόδιο προς τον στόχο του να κλείσει το περιβόητο επενδυτικό κενό.Είναι γεγονός ότι η χώρα εξακολουθεί να υπολείπεται αισθητά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα είναι στο 13% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. προσεγγίζει το 21% με 22%, κάτι το οποίο μεταφράζεται σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ.
Το πλήγμα από τη JP Morgan
Σα να μην έφτανε αυτό, ήρθε και η JP Morgan να αναφερθεί στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας στις ώριμες αγορές θα είναι, εκτός από εξαιρετικά απίθανη, ένας σημαντικός αρνητικός καταλύτης. Όπως εξηγεί, η αναβάθμιση θα συρρικνώσει το επενδυτικό σύμπαν (το ελάχιστο όριο μεγέθους διπλασιάζεται από EM σε DM) και θα έκανε την Ελλάδα τη μικρότερη αγορά στην MSCI Europe με 13 μ.β. της MSCI Europe. Η Ελλάδα θα είναι μικρότερη από την Αυστρία ή την Πορτογαλία.