ο Εκρέμ Ιμάμογλου, στην Κωνσταντινούπολη κι ο ο Μονσούρ Γιαβάς, στην Άγκυρα δεν φημίζονται για μετριοπάθεια απέναντι στον Ελληνισμό και στην κατεχομένη από τα Τουρκικά στρατεύματα, Κύπρον. Ίσως μάλιστα οι νικητές να είναι «σουλτανιώτεροι του …σουλτάνου». Ο Ερντογάν πάντως μας είναι γνωστός ως ακραίος στις ακροβασίες της νύκτας αλλά πολύ προσεκτικός στις ενέργειες της ημέρας.
Εν τούτοις, από τις Τουρκικές δημοτικές εκλογές προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα: Εν πρώτοις σημαντικό ρόλο στις ψηφοφορίες έπαιξε η δυσμενής οικονομική κατάστασις του Τουρκικού λαού και η βραδύτης ανασυγκροτήσεως μετά τον περυσινό σεισμό στην Αττάλεια. Ενδιαφέρουσα προειδοποίηση δια τα «καθ’ ημάς» όπου η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι δυσαρεστημένη, για την πορεία των οικογενειακών οικονομικών της εν συγκρίσει προς τον επιδεικτικό βίο των οικογενειών της «χρυσής βίζας».
Η πολιτική αλαζονεία, εξ άλλου, του Ερντογάν δεν μπορεί παρά να επηρέασε το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και αν δικαιολογείται από κάποιον που ασκεί αποτελεσματικά την εξουσία επί 22ετία στην γείτονα χώρα και όχι μόλις πέντε στην ιδική μας με πολλά πισωγυρίσματα. Άλλη διαφορά είναι ότι εκεί υπάρχει εναλλακτική δυνατότης από νέα, ανερχόμενα πρόσωπα ενώ εδώ οι δυνητικοί διάδοχοι είναι άγνωστοι, ατάλαντοι και μικρής εμβελείας όσον αφορά την αντιπολίτευση και πρόσωπα χωρίς ηγετικές φιλοδοξίες στην συμπολίτευση. Πού ως απεδείχθη από την πρόσφατη συζήτηση στη βουλή για το έγκλημα των Τεμπών αποτελούν ουραγούς του επικεφαλής με εξαίρεσιν ίσως έναν που όμως είναι αποδυναμωμένος μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα η οποία και αναδεικνύει τον αρχηγό.
Τρίτο στοιχείο της ήττας Ερντογάν αφορά στην προσεχή του συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό στην Κων/λη, που κι αυτός είναι εκτεθειμένος από πολιτικές παλινωδίες. Θα προσπαθήσει να δελεάσει τον Τούρκο πρόεδρο για παράταση του «ηπίου κλίματος» στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, για να φανεί ευχάριστη στην «ελίτ» των Αθηνών και στους ασπόνδους φίλους μας, η «σχολή Γεραπετρίτη; Η απάντηση σχετίζεται με την ανάλυση κόστους/ωφελείας όπου εδώ που έφθασε η Νέα Δημοκρατία, αμφιβάλλει εάν είναι κομματικά καλό ό,τι κακό για τα εθνικά συμφέροντα.
Πάντως είναι γεγονός ό,τι και στις δύο χώρες, η κοινή γνώμη αφυπνίζεται και παύει σιγά, σιγά να χειραγωγείται από τα μίντια και την εξωραϊσμένη «βιτρίνα» την οποία διαψεύδει η καθημερινή πραγματικότης. Κι αυτό είναι βέλτιστο.