ονομασία για τη γεωλογική περίοδο που προσδιορίζεται από την εκτεταμένη εμπλοκή του ανθρώπινου είδους— έχει γίνει κοινός τόπος στους περιβαλλοντικούς κύκλους την τελευταία δεκαπενταετία.
Για πολλούς υποστηρικτές του, ο όρος είναι μία ουσιαστική δικαίωση, το πλανητικό αντίστοιχο της διάγνωσης μίας μυστηριώδους ασθένειας που ταλάνιζε για χρόνια τον ασθενή. Οι γεωλόγοι, όμως, δεν είναι πεπεισμένοι γι’αυτό.
Η απόφαση της διεθνούς επιτροπής γεωλογίας να επιμείνει στην απόφαση που έλαβε με πλειοψηφία 12 έναντι 4 μπορεί να θεωρηθεί δυσνόητη, δεδομένου του ότι με βάση ορισμένες μετρήσεις, οι άνθρωποι έχουν ήδη γίνει η κυρίαρχη γεωλογική δύναμη στην επιφάνεια του πλανήτη. Πέραν της επιστημονικής συζήτησης, υπάρχει λόγος για τη θετική υποδοχή αυτής της απόφασης: τα πολιτικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα πίσω από την έννοια της ανθρωπόκαινου έχουν εξαρχής λάθος βάσεις.
Καταρχάς, η λέξη «Ανθρωπόκαινος» υπονοεί ότι οι άνθρωποι συλλήβδην ως είδος ευθύνονται για την επιδεινούμενη κατάσταση του περιβάλλοντος. Στην πραγματικότητα, μόνο μία μερίδα της ανθρωπότητας, η οποία έχει ως κινητήρια δύναμη την απληστία και τον αρπακτικό καπιταλισμό, ευθύνεται για την κατασπατάληση των φυσικών πόρων σε έναν μη βιώσιμο ρυθμό. Δισεκατομμύρια ανθρώπων συνεχίζουν να ζουν καθημερινά αφήνοντας σχετικά μικρά αποτυπώματα στο περιβάλλον, ωστόσο ο όρος Ανθρωπόκαινος τους καθιστά αδίκως συνυπεύθυνους. Απαντώντας στην απόφαση των γεωλόγων, μία ομάδα άλλων επιστημόνων επισήμαναν σοφά, με άρθρο τους στο επιστημονικό περιοδικό «συλλύβδην» ότι «οι επιπτώσεις μας σχετίζονται λιγότερο με το ότι είμαστε άνθρωποι, και περισσότερο με τον τρόπο που ζούμε ως άνθρωποι».
Επιπροσθέτως, η επίσημη έναρξη μίας νέας γεωλογικής εποχής θα αποτελούσε μία απαράδεκτη πράξη ηττοπάθειας. Οι γεωλογικές εποχές δεν είναι κάτι παροδικό. Η πιο σύντομη γεωλογική - και επίσης αυτή που διανύουμε - η Ολόκαινος, διαρκεί 11.700 χρόνια και συνεχίζεται. Αν αποδεχτούμε ότι εισερχόμαστε σε μία νέα εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από τις ανθρωπογενείς καταστροφές, τότε υπονοούμε ότι δεν πρόκειται να εξέλθουμε από αυτή την κατάσταση σύντομα. Επομένως, η Ανθρωπόκαινος αποκλείει κάθε πιθανότητα το γεωλογικό μέλλον να είναι καλύτερο από το παρόν.
Παράλληλα, με το να τοποθετεί το ανθρώπινο είδος στο επίκεντρο, η Ανθρωπόκαινος ενισχύει την άκαμπτη και ανακριβή διαφοροποίηση μεταξύ της ανθρωπότητας και του πλανήτη που τη συντηρεί. Η ιδέα της «φύσης» ως κάτι διαφορετικό από την ανθρωπότητα είναι ένα αποκύημα της Δυτικής φαντασίας. Οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε κάθε ρητορική που μας αποκόπτει περαιτέρω από το ευρύτερο οικοσύστημα στο οποίο ανήκουμε.
Πριν τη συγκεκριμένη ψηφοφορία, η Ανθρωπόκαινος εποχή είχε ξεπεράσει αρκετά εμπόδια μέχρι να λάβει την επιστημονική συναίνεση. Η Διεθνής Επιτροπή για τη Στρωματογραφία, η παγκόσμια αρχή για τη χρονολόγηση του πλανήτη, θέσπισε μία ειδική ομάδα εργασίας το 2009. Μία δεκαετία αργότερα, η ομάδα υπέβαλε πρόταση για την υιοθέτηση μίας νέας γεωλογικής εποχής. Ωστόσο, αυτή η πρόταση δεν είχε εγκριθεί από πληθώρα εσωτερικών επιτροπών εντός της Διεθνούς Επιτροπής για τη Στρωματογραφία και της μητρικής της οργάνωσης, της Διεθνούς Ένωσης Γεωλογικών Επιστημών.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η διαδικασία μέχρι την ψηφοφορία ήταν ιδιαιτέρως τεταμένη. Ύστερα από την αρχική ψηφοφορία, επιστήμονες που ανήκαν στη μειοψηφία αιτήθηκαν την ακύρωσή της για λόγους διαδικαστικών ζητημάτων. Μετά από λίγες ημέρες όμως, οι επικεφαλής της Ένωσης ανακοίνωσαν ότι το αποτέλεσμα ήταν έγκυρο.
Εντέλει, αυτό που οδήγησε στην απόσυρση της πρότασης ήταν η διαφωνία σχετικά με το πότε τελείωσε η Ολόκαινος. Η Ομάδα Εργασίας της Ανθρωπόκαινου είχε καταλήξει στο 1952, τη χρονιά που τα αερογενή υπολείμματα πλουτωνίου από τις δοκιμές των πυρηνικών βομβών έπεσαν σε μεγάλο μέρος της επιφάνειας της Γης. Σύμφωνα με το επιχείρημα των επιστημόνων, οι στάχτες θα αφήσουν ένα ιζηματογενές δείγμα όπως τα όρια που σηματοδοτούν τις αρχαίες γεωλογικές μεταβάσεις. Όμως οι επιστήμονες στην επιτροπή στρωματογραφίας ήγειραν αντιρρήσεις σχετικά με τη Βιομηχανική Επανάσταση. Εξάλλου, το ανθρώπινο αποτύπωμα στον πλανήτη προηγείται κατά πολύ των πυρηνικών δοκιμών.
«Για εμένα είναι εμφανές ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από το 1952,» δήλωσε ο Phil Gibbard, ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Εργασίας της Ανθρωπόκαινου και Γενικός Γραμματέας της επιτροπής. «Είναι αδόκιμο να χαράξω ένα αυστηρά καθορισμένο σύνορο κατά τη διάρκεια της δικής μου ζωής».
Τα τελευταία χρόνια, οι φιλόσοφοι συζητούν εναλλακτικά ονόματα: Καπιταλόκαινος, Αγροτόκαινος, ακόμα και Κορακόκαινος, πρόταση που παραπέμπει στο κοράκι ως σύμβολο πονηριάς στους ιθαγενείς πολιτισμούς του Βόρειου Ειρηνικού, μία υπενθύμιση ότι οι άνθρωποι πρέπει να παραμένουμε ταπεινοί εξαιτίας της καταστροφικής μας ικανότητας. Προσωπικά, προτιμώ το «μετα-Ολόκαινος», μία παραδοχή ότι ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός σε σχέση με 10.000 χρόνια πριν, αλλά και το ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε ή να ονομάσουμε πώς θα είναι στα επόμενα 10.000 χρόνια.
Τελικά, μπορεί να είναι πολύ αργά για να βρούμε έναν καλύτερο όρο. Η Ανθρωπόκαινος έχει ήδη εισέλθει στον δημόσιο λόγο, από το εξώφυλλο του Economist, μέχρι τον δίσκο της Grimes. Οι επιστήμονες που εφηύραν τον όρο, δεν μπορούν να τον σταματήσουν.Ό,τι κι αν επιλέξουμε να αποκαλούμε αυτή την ταραχώδη περίοδο, αυτό που έχει σημασία είναι να παραμείνουμε ανοικτοί στο τι επιφυλάσσει το μέλλον και να αντιληφθούμε την πολυπλοκότητα των ζητημάτων που αντιμετωπίζουμε. Οι πληγές που έχει αφήσει η ανθρωπότητα στον πλανήτη είναι πολύ βαριές για να συνοψιστούν σε μία και μόνη γραμμή στην ιστορία.
Κοιτώντας μπροστά, θα ήταν καλό να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των γεωλόγων και να διατηρήσουμε έναν υγιή σκεπτικισμό έναντι της λέξης Ανθρωπόκαινος. Εξάλλου, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ύβρις από εκείνους που έδιναν το όνομά τους στον κόσμο— κάτι σαν το Στάλινγκραντ.
Οι γεωλόγοι θα συνεχίσουν να διαφωνούν για το πώς πρέπει να ονομάσουν την τρέχουσα περίοδο. Όλοι οι υπόλοιποι οφείλουμε να συνεχίσουμε το δύσκολο καθήκον να ενδιαφερόμαστε για έναν πλανήτη που (ακόμα) μπορεί να συντηρήσει το σύνολο των ζωντανών οργανισμών.
* Ο Stephen Lezak είναι ερευνητής για την πολιτική της κλιματικής αλλαγής στα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης.