Πριν από δύο μήνες η ξέφρενη κούρσα των τιμών του πετρελαίου πλούτιζε πολιτικά αντιπαρατιθέμενους με τις ΗΠΑ παραγωγούς όπως η Βενεζουέλα, η Ρωσία και το Ιράν, φούντωνε τους πληθωριστικούς φόβους της κεντρικής τράπεζας, δημιουργούσε προσδοκίες για τους αμερικανούς παραγωγούς βιοκαυσίμων και στρίμωχνε τους ισολογισμούς των αεροπορικών εταιρειών και τα οικονομικά των νοικοκυριών.

Πριν από δύο μήνες η ξέφρενη κούρσα των τιμών του πετρελαίου πλούτιζε πολιτικά αντιπαρατιθέμενους με τις ΗΠΑ παραγωγούς όπως η Βενεζουέλα, η Ρωσία και το Ιράν, φούντωνε τους πληθωριστικούς φόβους της κεντρικής τράπεζας, δημιουργούσε προσδοκίες για τους αμερικανούς παραγωγούς βιοκαυσίμων και στρίμωχνε τους ισολογισμούς των αεροπορικών εταιρειών και τα οικονομικά των νοικοκυριών.

Ξαφνικά η δυναμική των πετρελαϊκών αγορών άλλαξε. Οι τιμές άρχισαν να πέφτουν κάθετα, διαψεύδοντας τους αναλυτές που είχαν προβλέψει περαιτέρω άνοδό τους, ψαλιδίζοντας τις προσδοκίες των παραγωγών βιοκαυσίμων, δημιουργώντας εντάσεις στο εσωτερικό του ΟΡΕC και αφαιρώντας δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια από την αξία των ενεργειακών μετοχών και εν γένει των επενδύσεων στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο. Βεβαίως αντικειμενικά οι τιμές παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αλλά τους τελευταίους δύο μήνες η τιμή του αργού χάνει κατά μέσον όρο 4 δολάρια ημερησίως.

«Προσωπικά,περιμένω τις πετρελαϊκές τιμές να πέσουν ακόμη περισσότερο» δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής ΕΝΙ Πάολο Σκαρόνι. Ο ιταλός μάνατζερ θεωρεί, πάντως, ότι οι τιμές δεν θα πέσουν τόσο ώστε να καθίσταται μη συμφέρουσα η εκμετάλλευση των πλέον δαπανηρών κοιτασμάτων στον κόσμο, δηλαδή κάτω από το επίπεδο των 65-70 δολαρίων το βαρέλι. «Εκεί νομίζω ότι βρίσκεται ο πυθμένας για τις τιμές» είπε χαρακτηριστικά ο Σκαρόνι. Οπως ακριβώς η κάθετη άνοδος των τιμών, έτσι και η κάθετη πτώση μπορεί να ανατρέψει τα πάντα: από την εξωτερική πολιτική ως τα σχέδια των επιτελείων των αυτοκινητοβιομηχανιών. Ο ΟΡΕC, ο οποίος στα τέλη του 2006 μείωσε την παραγωγή του κατά 1,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως για να αποτρέψει την πτώση της τιμής κάτω από τα 50 δολάρια το βαρέλι, συνεδρίασε την περασμένη εβδομάδα στη Βιέννη. Οι σκληροπυρηνικοί του οργανισμού έβαλαν τώρα το κατώτατο επιθυμητό όριο στα 100 δολάρια το βαρέλι.

«Μια πτώση της τιμής κατά 30 δολάρια το βαρέλι είναι σημαντικά πιο οδυνηρή για την οικονομία του Ιράν από τις κυρώσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, καθώς η Τεχεράνη χάνει έσοδα 75 εκατ. δολαρίων ημερησίως» δήλωσε ο Καρίμ Σατζαντπούρ της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Carnegie Εndewment for Ιnternational Ρeace. Ο Σατζαντπούρ πρόσθεσε ότι αν συνεχιστεί η πτώση της τιμής του αργού θα επηρεαστούν οι προεδρικές εκλογές του Ιουνίου 2009, καθώς ο πρόεδρος Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ ίσως αναγκαστεί να αλλάξει τη φιλολαϊκή πολιτική ατζέντα του. Η πτώση των τιμών ενέργειας θα φέρει, όμως, ραγδαίες αλλαγές και στις ατζέντες πολλών επιχειρηματικών επιτελείων. Η Chevron, για παράδειγμα, έχει ανακοινώσει ότι θα προωθήσει τα σχέδια εκμετάλλευσης κοιτασμάτων στη Νιγηρία, την Αγκόλα, τη Βραζιλία και τις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις των τιμών του αργού. Αλλά ο Σκαρόνι της ΕΝΙ θεωρεί ότι η υλοποίηση των μακροπρόθεσμων επενδυτικών σχεδίων της εταιρείας του θα εξαρτηθεί από το αν η τιμή του αργού θα βρίσκεται ή όχι τουλάχιστον στα 65 δολάρια το βαρέλι το 2012.

Από τα μέσα Ιουλίου, όταν ξεκίνησε η πτώση των τιμών, οι εξελίξεις για πολλές εταιρείες ήταν ραγδαίες. Οι μετοχές των πετρελαϊκών γιγάντων κατέρρευσαν- η Εxxon Μobil έχασε 80 δισ. δολάρια σε χρηματιστηριακή αξία. Από την άλλη πλευρά, οι μετοχές των αεροπορικών εταιρειών απογειώθηκαν. Επίσης οι αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες θεωρητικώς θα έπρεπε να πανηγυρίζουν για την πτώση των πετρελαϊκών τιμών, ανησυχούν βαθύτατα για τις επενδύσεις τους σε υβριδικά ή σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Την ελπίδα του ότι η κατρακύλα των τιμών θα τερματιστεί εκφράζει ο Τζον Χάου, αντιπρόεδρος της εταιρείας παραγωγής αιθανόλης Verenium: «Είναι πιθανόν να συνεχιστεί για λίγο η υποχώρηση των τιμών ενέργειας και να διαταραχθούν οι επενδύσεις,αλλά πιστεύω ότι η ζήτηση από την Ασία θα στηρίξει την αγορά.

Κανείς,πάντως,δεν θέλει να εξαρτά τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια της επιχείρησής του από τις τρελές διακυμάνσεις της τιμής ενός εμπορεύματος».

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 18/09/2008)