Εντείνεται η αβεβαιότητα για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, με Ευρωπαϊκή Ένωση και Έλληνες αναλυτές να προειδοποιούν για τα δισεπίλυτα προβλήματα δεκαετιών. Πιο συγκεκριμένα, τόσο η Κομισιόν, όσο και ο ΙΟΒΕ αναγκάστηκαν πρόσφατα να αναθεωρήσουν προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους για την ελληνική οικονομία. Το βασικό ζήτημα που εντοπίζουν είναι μία σειρά από χρόνιες αδυναμίες της Ελλάδας που την εμποδίζουν να αναπτυχθεί, ενώ αναμένεται

να δυσχεράνουν το οικονομικό κλίμα μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων για τη διαχείριση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.

Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, κυρίως εξαιτίας της χαμηλής παραγωγικότητας, αποτελεί ένα από τα κρισιμότερα εμπόδια. Για την Κομισιόν, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας θεωρείται επιβεβλημένη, με έμφαση στην αύξηση των επενδύσεων και μείωση της ανεργίας. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας θεωρείται η ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής, με στόχους αφενός, την ισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου, και αφετέρου, την απαγκίστρωση από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού.

Για το πολυσυζητημένο πρόβλημα του πληθωρισμού, που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία εδώ και μήνες, οι αναλύσεις από Ελλάδα και εξωτερικό είναι σαφείς: Τα ολιγοπώλια που υπάρχουν σε κρίσιμους τομείς, όπως τα τρόφιμα και τα καύσιμα, δεν προωθούν τον ανταγωνισμό. Το υψηλό ενεργειακό κόστος των προηγούμενων ετών αποτελεί μία απλή πρόφαση και δεν επηρεάζει πλέον την ελληνική αγορά.

 

 

Στο διάγραμμα: Τα υψηλότερα ποσοστά χρέους προς το ΑΕΠ διεθνώς για το 2024. Πηγή: Visual Capitalist

 

Η δυσχερής πραγματικότητα αποτυπώνεται σε εννέα δείκτες που αναδεικνύουν την απόσταση μεταξύ της Ελλάδας και της υπόλοιπης Ευρώπης:

  • Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος (160% του ΑΕΠ) στην Ευρώπη, βρισκόμενη στο Τοπ 3 των πιο χρεωμένων κρατών παγκοσμίως.
  • Τα κόκκινα δάνεια δεν θέτουν σε κίνδυνο τις τράπεζες μεν, αλλά συνεχίζουν να επιβαρύνουν την ελληνική οικονομία, με το 32% του ΑΕΠ να ελέγχεται από τους servicers.
  • Η ανάπτυξη αναμένεται να κινηθεί περί το 0,9% ετησίως για την επόμενη δεκαετία.
  • Το πρόβλημα στον τομέα της απασχόλησης είναι διμέτωπο: Αφενός υψηλότατη ανεργία που ξεπέρασε το 10% στο τέλος του 2023 και χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας (61,8%), πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (70,5%). Αφετέρου, παρατηρούνται έντονες ελλείψεις εργαζομένων και αναντιστοιχία ανάμεσα στην προσφορά και ζήτηση επαγγελμάτων.
  • Οι επενδύσεις αυξήθηκαν ελαφρώς στο 16% του ΑΕΠ αλλά βρίσκονται πολύ μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 23% του ΑΕΠ.
  • Παράλληλα, η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη θέση στον δείκτη καθαρής επενδυτικής θέσης, με -140 για το 2023 και αναμενόμενη υποχώρηση στο -150 για το 2024.
  • Παρά την υποχώρησή του, το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό (6,4% του ΑΕΠ) για το 2023 σε σχέση με το 2019.
  • Ως εκ τούτου, οι αποταμιεύσεις έχουν περάσει πλέον σε αρνητική τροχιά, στο -2,7% του ΑΕΠ για την πενταετία 2017-2022, με την υπόλοιπη Ευρωζώνη να κινείται στο 3,6%.
  • Αντιστρόφως ανάλογα, η κατανάλωση στην Ελλάδα είναι η υψηλότερη εντός της ΕΕ, προσεγγίζοντας το 70% του ΑΕΠ.

Εντούτοις, παρά αυτές τις αρνητικές πρωτιές, δεν πρέπει να υποτιμούνται οι βελτιώσεις που έχουν υλοποιηθεί σε αρκετούς τομείς. Το πρωτογενές πλεόνασμα 1,9% που ξεπέρασε τις προσδοκίες είναι ένας λόγος για αισιοδοξία. Επιπροσθέτως, η δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας θεωρείται πλέον ασφαλής.