Ο πόλεμος στην Ουκρανία με συνεπαγόμενο αποτέλεσμα τη σταδιακή απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, η συνεχιζόμενη διείσδυση της Κίνας στις ενεργειακές επενδύσεις ανά τον κόσμο συμπεριλαμβανομένων των κρίσιμων πρώτων υλών και η αδήριτη ανάγκη της Δύσης να οδεύσει πάνω σε ασφαλείς ενεργειακούς διαδρόμους οδηγούν σε μια αναδιάταξη του τοπίου στο οποίο ο ρόλος της Ελλάδας μπορεί να είναι πρωτεύων και κυριαρχικός. Δεν είναι απλά η μοναδική γεωγραφική θέση της χώρας, η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει καθορίσει την ιστορία της, αλλά υπάρχει και το τεράστιο ανανεώσιμο δυναμικό της το οποίο, τα τελευταία χρόνια, έχει αξιοποιήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό και υπάρχει ακόμη “πεδίο δόξης λαμπρό”, πρωτίστως υπεράκτιο. Είναι γνωστό εξάλλου ότι όλες οι επιφερόμενες αλλαγές του ενεργειακού σκηνικού πλαισιώνονται από την αναπότρεπτη πορεία προς μια πράσινη οικονομία με ελαχιστοποίηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ως απάντηση στις αδιαμφισβήτητες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Αν και με τα συνήθη αργά αντανακλαστικά της, η Ευρώπη αντιμετωπίζει αυτή τη διαγραφόμενη πραγματικότητα με αρκετή επιτυχία σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Άλλωστε, οι δρομολογημένες ενεργειακές πολιτικές της εφαρμόζονται σωστά και η αντίδρασή της στην ουκρανική κρίση φαίνεται εκ του αποτελέσματος ότι ήταν ουσιαστική. Η αγορά δείχνει να εξισορροπεί, η διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μίγμα προχωρά συντονισμένα και τα μέτρα εξοικονόμησης αποδίδουν ικανοποιητικά. Οι πολιτικές αυτές, βέβαια, χρειάζονται εμπέδωση ώστε να υλοποιούνται συνεχώς, με αυξανόμενη φιλοδοξία και σε μακροπρόθεσμη βάση, η οποία όμως απαιτεί πολιτικό όραμα που λείπει από την Ευρώπη τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Άλλωστε η μια πλευρά της “λοκομοτίβας” της, που δεν είναι άλλη από τον γαλλογερμανικό άξονα, έχει εκτροχιαστεί σε μεγάλο βαθμό λόγω του ενεργειακού σοκ που έχει υποστεί η γερμανική οικονομία εξ αιτίας της απώλειας του φθηνού ρωσικού καυσίμου και του πρόωρου εξοβελισμού της πυρηνικής ενέργειας. Ως εκ τούτου και δεδομένης της ανάγκης διασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού τα περιφερειακά ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Ελλάδα, οφείλουν να αναλάβουν ένα μεγαλύτερο ρόλο με μακρόπνοες πρωτοβουλίες επ’ωφελεία της Ευρώπης αλλά και δικής τους.
Στην προοπτική αυτή, εκ βεβαίου ο γεωγραφικός χώρος της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της ανατολικής Μεσογείου αποδεικνύεται καθοριστικός. Όχι μόνο επειδή, εξαιτίας της οριστικής απομάκρυνσης από την επιρροή της Ρωσίας, οι ενεργειακοί διάδρομοι θα μετατοπιστούν αναπόφευκτα προς τον Νότο. Αλλά και επειδή η εγγύτητα με τις ανέκαθεν ενεργειακά “πλούσιες” χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής αυξάνει τη σημασία των διασυνδέσεων, μονής και αμφίδρομης ροής, σε μια “win win” κατάσταση με ανεκτίμητα ανταλλάγματα και για τις δύο πλευρές, τόσο ενεργειακά όσο και οικονομικά, ενώ δίνεται, παράλληλα, η δυνατότητα στην Ελλάδα και την Ευρώπη να ενισχύσουν την παρουσία τους στην μεγαλύτερης γεωπολιτικής σημασίας περιοχή της Γης. Οι φιλικοί δεσμοί της Ελλάδας με τις αραβικές χώρες αλλά και οι διαρκώς ενισχυόμενες σχέσεις με το Ισραήλ - που αργά η γρήγορα θα βρει ένα modus vivendi με τις γειτονικές του χώρες, κάτι που ήδη είχε πετύχει σε μεγάλο βαθμό πριν την 7η Οκτωβρίου - ασφαλώς είναι σημαντικά πλεονεκτήματα σε αυτή την προσπάθεια.
Τη νέα πραγματικότητα έχουν ήδη αντιληφθεί οι μεγάλες χώρες της περιοχής, των οποίων οι ηγεσίες είναι πολύ πιο διορατικές από όσο πολλοί νομίζουν. Η Σαουδική Αραβία ήδη αναπτύσσει έργα πράσινου υδρογόνου και αναζητεί διέξοδο προς την Ευρώπη. Έχει, φυσικά, προ πολλού κατανοήσει ότι η ενέργεια του μέλλοντος θα είναι “πράσινη” και ο κολοσσός Aramco κινείται στην κατεύθυνση αυτή εδώ και μια δεκαετία. Η Αίγυπτος έχει πλήρη επίγνωση του τεράστιου ηλιακού δυναμικού στην απέραντη ερημική της έκταση και επιζητεί διασύνδεση με την Ευρώπη για να εξάγει ηλεκτρική ενέργεια. Γνωρίζει, παράλληλα, ότι σύντομα θα μπορεί να διαθέτει προς εξαγωγή ένα μέρος του φυσικού αερίου που παράγει από τα μεγάλα της αποθέματα στην ανατολική Μεσόγειο και στον βαθμό που, παράλληλα, θα μπορεί να τροφοδοτείται επαρκώς η αναπτυσσόμενη οικονομία της. Ακόμη και η σημερινή διχασμένη Λιβύη βλέπει ξεκάθαρα τις προοπτικές που διανοίγονται και προσβλέπει σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες για την ανάπτυξη και εξαγωγή ανανεώσιμης ενέργειας. Όσο για το Ισραήλ, για το οποίο η στενότερη σύνδεση (αν όχι η εταιρική σχέση) με την Ευρώπη αποτελεί βασική και οριστική του επιδίωξη, είναι βέβαιο ότι θα στηρίξει την (πολύπαθη) διασύνδεση με την Κύπρο και την Κρήτη (νυν Great Sea Interconnector), θα αξιοποιήσει περαιτέρω την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών και θα προωθήσει την εξαγωγή του αερίου του προς την Ευρώπη κυρίως μέσω των τερματικών σταθμών LNG της Αιγύπτου με την οποία βρίσκεται εδώ και χρόνια σε εποικοδομητική συνεργασία.
Εξάλλου ακόμα και πιο φανατικοί “εχθροί” των υδρογονανθράκων δεν αρνούνται τον πολύ σημαντικό ρόλο του αερίου στο ενεργειακό μίγμα του μέλλοντος ειδικά στο ενδεχόμενο που το μέλλον αποδείξει ότι ο μεταβατικός του χαρακτήρας προς μια καθαρή οικονομία δεν είναι τόσο προσωρινός όσο υπολογίζεται. Άλλωστε, με δεδομένο ότι οι αποτελεσματικές τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας καθυστερούν, το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να έχει σημαντικό μερίδιο στην παραγωγή ηλεκτρισμού ενώ δύσκολα θα υποκατασταθεί και στον τομέα της θέρμανσης.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η σημασία του Φόρουμ Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου (EMGF) το οποίο λειτουργεί από το 2020, ίσως λίγο κάτω από τις αρχικές προσδοκίες του. Όμως, η δυναμική του ως προς την αναγκαιότητα συνεργασίας των χωρών της περιοχής για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της Ε.Ε. παραμένει υψηλή και θα αποδειχθεί κατά πολύ υψηλότερη εφόσον σύντομα επιβεβαιωθεί ο μετασχηματισμός του σε Φόρουμ Ενέργειας Ανατολικής Μεσογείου. Με βάση αυτά τα δεδομένα, το EMEF θα μπορούσε να αποδειχθεί ενεργειακός καταλύτης της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και ευρύτερα αυτής υπό την προοπτική μάλιστα υλοποίησης της πιο φιλόδοξης εξαγγελίας των τελευταίων μηνών που δεν είναι άλλη από την υλοποίηση του οικονομικού διαδρόμου Ινδίας, Μέσης Ανατολής, Ευρώπης, του λεγόμενου IMEC, όπως τον ονόμασε η Σύνοδος Κορυφής G20 του περασμένου Σεπτεμβρίου στο Νέο Δελχί.
Ποιος εξάλλου μπορεί να αμφισβητήσει την τεράστια δυναμική της Ινδίας, της πολυπληθέστερης χώρας της Γης αλλά και της μόνης μεγάλης περιφερειακής οικονομίας που μπορεί να ελεγχθεί από τη Δύση? Ποιος ασφαλέστερος ενεργειακός διάδρομος μεταξύ Ασίας και Ευρώπης μπορεί να υλοποιηθεί παρά αυτός που θα συνδέει Ινδία, Σαουδική Αραβία, Ισραήλ και Ευρώπη μέσω Ελλάδας? Και πως αλλιώς μπορεί να αντιμετωπιστεί, έστω και καθυστερημένα, η διείσδυση της Κίνας και της δικής της έμπνευσης πρωτοβουλίας “Belt and Road” στις ευρωπαϊκές και ασιατικές οικονομίες? Γίνεται εύκολα αντιληπτές οι προοπτικές που διανοίγονται για την Ελλάδα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που είναι επιτακτικός ο καθορισμός των πολιτικών και επιχειρηματικών κατευθύνσεων στην λογική της άμεσης αξιοποίησης του IMEC.
Προκαλεί ιδιαίτερη αισιοδοξία το γεγονός οι πρώτες κινήσεις έχουν ήδη γίνει. Οι επαφές με τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο πυκνώνουν, οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας συνεργάζονται μεταξύ τους ουσιαστικά, με τον ΑΔΜΗΕ να επιχειρεί να σχεδιάσει πρώτος τον χάρτη των αυριανών ενεργειακών διασυνδέσεων. Ο έτερος διαχειριστής, ο ΔΕΣΦΑ, στρέφει επίσης την προσοχή του στις χώρες παραγωγής πράσινου υδρογόνου και αναπτύσσει φιλόδοξα σχέδια εξαγωγών προς τον Βορρά. Τα τριμερή σχήματα της Ελλάδας και της Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο παρέχουν το πολιτικό πλαίσιο για να προχωρήσουν απρόσκοπτα τα έργα διασυνδέσεων. Και, βέβαια, το διακύβευμα είναι τόσο υψηλό που δεν επιτρέπονται πισωγυρίσματα. Άλλωστε, υπάρχουν και άλλες χώρες, μεγαλύτερες από την Ελλάδα, που θα επιθυμούσαν να διαδραματίσουν ρόλο ενεργειακού κόμβου και ήδη κινούνται προς την κατεύθυνση αυτή. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας, όμως, είναι μεγάλο και δεν είναι μόνο η γεωγραφική της θέση. Είναι και το έμψυχο δυναμικό της, η ικανότητα και διορατικότητα των ανθρώπων που κατέχουν καίριες θέσεις, τόσο σε πολιτικό όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο.
Στο σημείο αυτό, θα ήταν παράλειψη αν δεν τονιστεί ο ηγετικός ρόλος των ενεργειακών εταιρειών της χώρας στο πλαίσιο της συντελούμενης ενεργειακής μετάβασης. Δεν είναι μόνο η ισχυρή επαναφορά της ΔΕΗ η οποία συμβάλει αποφασιστικά στην κατεύθυνση αυτή και διευρύνει τις δραστηριότητές της στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Είναι και η εντυπωσιακή εξωστρέφεια που επιδεικνύουν οι ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες καταλαμβάνουν καίριες θέσεις και περιμένουν να αντλήσουν μεγάλα κέρδη από την ενδοχώρα των Βαλκανίων.
Όμως, αυτά δεν αποτελούν τίτλους που χορηγούνται εφάπαξ παρά χρειάζονται διαρκή θεώρηση. Η περιοχή αυτή του πλανήτη χαρακτηρίζεται από ένα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό πεδίο στο οποίο η Ελλάδα οφείλει διαρκώς να προσαρμόζεται και να πρωταγωνιστεί ως ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Η ενταξιακή προοπτική των δυτικών Βαλκανίων θα ενδυναμώσει περισσότερο την ενεργειακή θέση της χώρας η οποία διακρίνεται από την υψηλότερη τεχνογνωσία στη χερσόνησο του Αίμου. Αν αυτό συνδυάζεται διαχρονικά με την ενίσχυση των διασυνδέσεων και την προώθηση κάθετων ενεργειακών διαδρόμων Βορρά-Νότου, τα εθνικά οφέλη θα είναι σημαντικά και πολλαπλά, ειδικά στην προοπτική εξαγωγών προς τις αγορές της κεντρικής Ευρώπης.
Σε αυτή την καμπή της Ιστορίας, ο τομέας της Ενέργειας δίνει την ευκαιρία στην Ελλάδα να προβληθεί, να αναδειχθεί και να καταστεί επίκεντρο των μελλοντικών εξελίξεων. Να αφήσει οριστικά πίσω της τον ρόλο του παθητικού παρατηρητή και να χαράξει το αύριο με τους δικούς της όρους. Στο χέρι της χώρας είναι να το πετύχει!
*Λίγα λόγια για τον κ. Θεόδωρο Χριστόπουλο, Διευθυντή Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεμάτων στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Ο Θεόδωρος Χριστόπουλος είναι κάτοχος πτυχίου Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Έχει υπηρετήσει στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αρμοδιότητα τα θέματα Ενέργειας, κατά το χρονικό διάστημα 2005-2010, ενώ επιπλέον έχει ασκήσει τα καθήκοντα της τελευταίας Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε. (α’εξάμηνο 2014) στον τομέα της Ενέργειας. Τέλος, στη μέχρι τώρα καριέρα του, έχει ασχοληθεί για μια δεκαετία και από θέση ευθύνης με θέματα διαχείρισης υδατικών πόρων.