Ο ύψιστος αυτός στόχος δεν επιτυγχάνεται όσο ο άνθρωπος δεν αποκαθιστά ολοκληρωτικά τη σχέση του με το φυσικό περιβάλλον και, ταυτόχρονα, όσο δεν διασφαλίζει ισότιμους όρους οικονομικού ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ιστορική αναδρομή στις προσπάθειες και στα μέτρα που συμφωνούνται προς αυτή την κατεύθυνση δεν προκαλεί ιδιαίτερο ενθουσιασμό, αφού οι σχετικές προκλήσεις

 

διαρκώς ενισχύονται. Εντούτοις, ήδη από την πρώτη εμφάνιση των εννοιών της «βιώσιμης» και αργότερα της «πράσινης» ανάπτυξης που σέβεται το περιβάλλον και ενσωματώνει αρχές βιωσιμότητας, έως και σήμερα, με την προβολή της «πράσινης οικονομίας» ως αντιδότου στις πολύμορφες κρίσεις της σύγχρονης εποχής, η διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να αναζητεί έναν συμβιβασμό και μια ισορροπία μεταξύ της κοινωνικής, της οικονομικής και της περιβαλλοντικής πτυχής της ανάπτυξης. Το θετικό της μακράς αυτής πορείας είναι ότι η συνάρτηση της οικονομικής και κοινωνικής βιωσιμότητας με το περιβάλλον έχει εδραιωθεί προ πολλού. Πλέον, το περιβάλλον αντιμετωπίζεται ως αναπτυξιακή ευκαιρία, ιδίως από μια νέα «πράσινη» μορφή επιχείρησης η οποία αξιοποιεί ολοένα και πιο αποτελεσματικά τη νομοθεσία, την τεχνολογία και τη στροφή επενδυτών και καταναλωτών σε προϊόντα που παράγονται και διατίθενται με σεβασμό προς αυτό. Ήδη αυξάνεται εκθετικά το μερίδιο αγοράς που καταλαμβάνουν και συνακόλουθα το επενδυτικό ενδιαφέρον για επιχειρήσεις που εφαρμόζουν κριτήρια ESG.

Όλα αυτά θα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, εάν ταυτόχρονα υποχωρούσε η υπερθέρμανση του πλανήτη. Αντίθετα, το γεγονός ότι το 2023 καταγράφηκε ως η πιο θερμή χρονιά στην Ιστορία προκαλεί απογοήτευση, ιδίως στην Ευρώπη που, αν και έχει καταβάλει τις μεγαλύτερες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, είναι η ήπειρος που θερμαίνεται πιο γρήγορα από κάθε άλλη. Είναι προφανές ότι κανένα βιώσιμο μέλλον δεν νοείται για τις επόμενες γενιές, όσο η τάση αυτή δεν αντιστρέφεται, ή για την ακρίβεια όσο το μισό και πλέον της ενέργειας που καταναλώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο προέρχεται από τα ορυκτά καύσιμα και όχι από καθαρές τεχνολογίες και ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές. Κατά συνέπεια, δεδομένης της ευθύνης του ενεργειακού τομέα για περίπου το 80% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, οι παγκόσμιες πρωτοβουλίες για το κλίμα θα ανακτήσουν το πραγματικό τους νόημα, όταν θα ληφθούν και θα υλοποιηθούν καθολικά αποφασιστικές δεσμεύσεις ενεργειακής πολιτικής προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, δε νοείται ανάπτυξη χωρίς ενέργεια να την κινεί και παράλληλα να υποκινεί τις τεχνολογικές εξελίξεις που θα την καταστήσουν απολύτως φιλική προς το περιβάλλον.

Ωστόσο, σήμερα η αισιοδοξία δεν απέχει πολύ από την αφέλεια, αν αναλογιστούμε ότι οι παγκόσμιες ενεργειακές ανάγκες αυξάνονται διαρκώς, ενώ ολοένα και περισσότεροι δημόσιοι πόροι αναλώνονται για την αποκατάσταση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, αντί να κατευθύνονται στην έρευνα και την καινοτομία και σε υποδομές καθαρής ενέργειας. Έτσι, η αυξανόμενη ενεργειακή ανασφάλεια ολοένα και περιορίζει την ανεξαρτησία των χωρών, διευρύνοντας την επιρροή του ενεργειακού τομέα σε ένα φάσμα ζητημάτων ζωτικής σημασίας το οποίο, με επίκεντρο το κλίμα, εκτείνεται πέρα από τη γεωπολιτική, τη γεωοικονομία, και το δημογραφικό, για να φθάσει μέχρι τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας. Τα δεδομένα αυτά, ιδίως δε το υψηλό κόστος των αναγκαίων επενδύσεων, επηρεάζουν την πολιτική και οικονομική στρατηγική των κυβερνήσεων και συνακόλουθα την ενεργειακή, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της ανασύνθεσης του ενεργειακού μείγματος κάθε χώρας σε βάρος των ορυκτών καυσίμων.

Η σχετική μείωση της κατανάλωσης και μάλιστα υπό συνθήκες ανάπτυξης, αποτελεί ένα θετικό σημάδι, ιδίως όταν προέρχεται από τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, όπως και η επιτάχυνση της ετήσιας ανάπτυξης των βασικών για την παραγωγή καθαρής ενέργειες τεχνολογιών, η επακόλουθη αύξηση της χρήσης ΑΠΕ, η κατασκευή νέων δικτύων μεταφοράς ενέργειας αλλά και η εφαρμογή λύσεων αυτό-παραγωγής ενέργειας. Ωστόσο, η συνολική εικόνα που παρουσιάζεται σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένει εξαιρετικά ανομοιογενής, ενώ οι ΑΠΕ, σύμφωνα με τις σχετικές εκτιμήσεις, καλύπτουν την αυξημένη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια αλλά δεν αντικαθιστούν τα ορυκτά καύσιμα. Χρειάζεται λοιπόν μια νέα παγκόσμια πολιτική πυξίδα που όχι απλά να διασφαλίζει την ανθεκτικότητα των κοινωνιών στους κραδασμούς των πολύμορφων αλλαγών, αλλά και να εξασφαλίζει τη συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας στα συμφωνηθέντα στο Παρίσι επίπεδα.

Στρατηγικές και πολιτικές της ΕΕ

Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με γεωπολιτικές, κλιματικές και οικονομικές αβεβαιότητες, ενώ υπέστη αλλεπάλληλους κλονισμούς από την οικονομική κρίση του 2008 μέχρι την πανδημία και το ενεργειακό σοκ που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Τα παραπάνω επηρέασαν και εξακολουθούν να επηρεάζουν πρωτίστως τον ενεργειακό της τομέα και κατά συνέπεια το ΑΕΠ, αφού η Ένωση παράγει κάτω από το μισό της ενέργειας που έχει ανάγκη, με αποτέλεσμα να εξαρτάται έντονα από την εξέλιξη των παγκόσμιων τιμών της ενέργειας. Είναι σαφές ότι ο έλεγχος του κόστους της ενέργειας αποτελεί προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, βασική δε προϋπόθεση για την αύξηση του ΑΕΠ, αλλά και για τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και συνακόλουθα για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

Η ΕΕ ορθά παραμένει προσηλωμένη στη σύγκλιση των φιλόδοξων στόχων που έχει θέσει για το κλίμα, τη βιομηχανία και την ενεργειακή ασφάλεια, με σταθερή ροή και σε ανταγωνιστικές τιμές, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης των ΑΠΕ και της παραγωγής και χρήσης αποδοτικότερων και καθαρότερων ενεργειακών τεχνολογιών. Το κλειδί της επιτυχίας κρατούν η επέκταση των ηλεκτρικών δικτύων και η ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης ενέργειας, δεδομένων των νέων αναγκών σταθερής τροφοδοσίας που δημιουργεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και η χρήση του φυσικού αερίου για να διατηρηθεί η αξιοπιστία του ενεργειακού συστήματος μέχρι να επιτευχθεί ο μηδενισμός των εκπομπών άνθρακα.

Υπό το πρίσμα αυτό και με γνώμονα την οικονομική και την κοινωνική της βιωσιμότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός από τις αναγκαίες επενδύσεις, καλείται να υποστηρίξει την αναθεώρηση των συμβατικών επιχειρηματικών μοντέλων και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει την πρόκληση της αποβιομηχάνισης. Ως προς το τελευταίο και μείζον αυτό ζήτημα, νέα εργαλεία όπως η δημιουργία του Ταμείου Καινοτομίας ύψους 40 δισ. ευρώ και ο μηχανισμός φορολόγησης του άνθρακα για τα εισαγόμενα προϊόντα, δείχνουν μεν να αποτελούν ένα σημαντικό βήμα για την προστασία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και την άσκηση διεθνούς πίεσης για τον περιορισμό των εκπομπών άνθρακα, ωστόσο, ήδη εκφράζονται σοβαρές ανησυχίες για παρεκκλίσεις που ενδέχεται να επιφέρουν αντίθετα αποτελέσματα. Τέλος, μια ματιά στις ανισότητες που ταλανίζουν την ΕΕ αρκεί για να αντιληφθούμε το μέγεθος της δυσκολίας της μετασχηματιστικής αυτής διαδικασίας που επιπλέον απαιτεί την ενεργή συμμετοχή της εξασθενημένης οικονομικά κοινωνίας και την κινητοποίηση τεράστιων ιδιωτικών κεφαλαίων, οι ροές των οποίων σήμερα αυξάνονται με μεγαλύτερους ρυθμούς στους βασικούς ανταγωνιστές της. Έχοντας αυτά υπόψη, η πλήρης ουδετερότητα άνθρακα έως το 2050 και η επίτευξη ενεργειακής αυτονομίας μοιάζουν με χίμαιρα.

Για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις αυτές και, ταυτόχρονα, να ανταποκριθεί στις νέες πραγματικότητες του διεθνούς περιβάλλοντος, η ΕΕ χρειάζεται θεαματικές αλλαγές των αναπτυξιακών, των επενδυτικών αλλά και των νομισματικών της πολιτικών, δεδομένου του υψηλού δημόσιου χρέους, του πληθωρισμού και των υψηλών επιτοκίων. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο πρώην Πρωθυπουργός της Ιταλίας Enrico Letta υπέβαλε πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μια έκθεση για την αναγέννηση της ενιαίας αγοράς, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για περισσότερη ενοποίηση σε όλους τους τομείς, από την γνώση και την καινοτομία έως τις κεφαλαιαγορές.

Στο παραπάνω σύνθετο και αμφίρροπο πλαίσιο, η πολιτική σταθερότητα αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα ενόψει των επερχόμενων ευρωεκλογών. Η Ευρωβουλή θα παίξει κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του επόμενου προϋπολογισμού της ΕΕ για την περίοδο από το 2028 έως το 2034 και επομένως, στη χρηματοδότηση της μετασχηματιστικής διαδικασίας, αλλά και στον δίκαιο επιμερισμό του σχετικού κόστους. Επιπλέον, θα πρέπει να ελπίζουμε ότι τα εκλογικά αποτελέσματα στις ΗΠΑ δεν θα ανατρέψουν τις δεσμεύσεις για το κλίμα αλλά και την πολυμέρεια πάνω στην οποία στηρίζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Προκλήσεις και προοπτικές για την Ελλάδα

Έχοντας αυτά υπόψη, η Ελλάδα, η οποία πληροί κρίσιμες προϋποθέσεις για την ανάδειξή της ως μιας από τις βασικές πηγές παραγωγής και εφοδιασμού της ΕΕ με καθαρή ενέργεια, καλείται να μειώσει την εξάρτησή της αναπτύσσοντας εγχώριους ενεργειακούς πόρους και παράλληλα να επιτύχει τους κλιματικούς της στόχους, χωρίς να διακινδυνεύσει την οικονομική και κοινωνική της βιωσιμότητα. Ωστόσο, παρά την πρωτοφανή πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια, ιδίως ως προς την προώθηση των ΑΠΕ, η χώρα υστερεί σε υποδομές δικτύου με αποτέλεσμα να απορρίπτει σημαντικές ποσότητες ανανεώσιμης ενέργειας, ενώ χρειάζεται νέες διασυνδέσεις με εξαγωγικό κυρίως προσανατολισμό. Συνεπώς, δεν υπάρχει περιθώριο για καθυστερήσεις στην έγκριση και την υλοποίηση των συναφών έργων, ιδίως όταν αυτές αποδίδονται σε θεσμικά, ρυθμιστικά και γραφειοκρατικά εμπόδια ή στην επάρκεια κεφαλαίων και τεχνογνωσίας.

Εκτός από το επιπλέον κόστος που προκαλούν οι καθυστερήσεις αυτές, χάνονται και σημαντικές αναπτυξιακές ευκαιρίες τις οποίες προσφέρει το πλούσιο φυσικό  περιβάλλον της χώρας, η γεωγραφική της θέση και το μεγάλο δυναμικό ΑΠΕ. Εντούτοις, σύμφωνα με σχετικές έρευνες, μόλις το 9% των ελληνικών επιχειρήσεων πρωτοπορούν στην «πράσινη» οικονομία, έναντι 32% παγκοσμίως. Συνεπώς, εκτός από τις μεγάλες προοπτικές, η χώρα διαθέτει και μεγάλα περιθώρια για μια ισχυρή ανάπτυξη «πράσινων» επιχειρήσεων, με σημαντικά οφέλη για την ίδια, όπως η αύξηση των εξαγωγών και η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, η μείωση της ανεργίας κ.ά., πέρα από την δεδομένη εξοικονόμηση ενέργειας και τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης. Προς την κατεύθυνση αυτή η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίσει όλα τα κρίσιμα διαρθρωτικής φύσεως ζητήματα τα οποία εμποδίζουν την ανάπτυξη των αναγκαίων οικονομιών κλίμακας, όπως το πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων. Θα πρέπει επίσης να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού της συστήματος, με στόχο την απόκτηση, την προσαρμογή ή την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού της.

 

*Λίγα Λόγια για τον κ. Κωστή Μουσουρούλη,  Οικονομολόγος, τ. Υπουργός

Ο Κωστής Μουσουρούλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963 και κατάγεται από τη Χίο.

Είναι οικονομολόγος (ΑΣΟΕΕ) με μεταπτυχιακές σπουδές στην ευρωπαϊκή οικονομία, τη δημόσια διοίκηση και τις διεθνείς σχέσεις (Πανεπιστήμιο Βρυξελλών-ULB), συγγραφέας δύο βιβλίων και ομιλεί γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά και ιταλικά. Είναι πατέρας τριών παιδιών.

Εργάστηκε αρχικά στον ιδιωτικό τομέα και στη συνέχεια ως ανώτερο στέλεχος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για 17 χρόνια (1987-2004): στις Γενικές Διευθύνσεις Οικονομικού Ελέγχου, Έρευνας, Τεχνολογίας & Ανάπτυξης και Περιφερειακής Πολιτικής.

Το 2004 επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε Γενικός Γραμματέας Επενδύσεων & Ανάπτυξης του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών, με αρμοδιότητες την εθνική αναφορά στις Βρυξέλλες για τα συγχρηματοδοτούμενα έργα και δράσεις, το συντονισμό των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων δύο περιόδων (Γ’ ΚΠΣ & ΕΣΠΑ), τη διαχείριση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και την εποπτεία των Ιδιωτικών Επενδύσεων (Αναπτυξιακός νόμος).

Στη συνέχεια το 2007 και έως το 2009 ανέλαβε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Ανάπτυξης, υπεύθυνος για τον τομέα Ενέργειας. Υπήρξε Μέλος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών και Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ ΑΕ). Την ίδια περίοδο εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Το 2009 πολιτεύεται για πρώτη φορά και εκλέγεται Βουλευτής Χίου. Επανεκλέγεται το 2012.

Το 2010 εκλέγεται παράλληλα Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Χίου.

Το 2012-2013 ορίζεται Υπουργός Ναυτιλίας & Αιγαίου, με απόφαση του Πρωθυπουργού Α. Σαμαρά.

Το Μάιο του 2014 παρέδωσε τη βουλευτική του έδρα στη Νέα Δημοκρατία, προκειμένου να λάβει μέρος στις ευρωεκλογές σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο.

Διετέλεσε Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, Μέλος της Πολιτικής Επιτροπής και από το 2011 ως το 2014 Εκπρόσωπος της ΝΔ στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (συνεργασία εθνικών Κοινοβουλίων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).

Υπήρξε Μέλος των Διαρκών Επιτροπών Παραγωγής & Εμπορίου, Κοινωνικών Υποθέσεων, Εθνικής Άμυνας & Εξωτερικών Υποθέσεων και ως το Μάιο του 2014 ομόφωνα εκλεγμένος Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων.

Από τον Ιούνιο του 2014 επέστρεψε και εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το 2014 τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Αριστείας για τη Ναυτιλία, από τη Γαλλική Δημοκρατία (Officier de l’ Ordre du Mérite Maritime, République Française).