Στη Ρωσία, εάν ένα δημόσιο πρόσωπο διώκεται ή τιμωρείται, δύο πράγματα μπορεί να ισχύουν: είτε αντιτίθεται στην κυριαρχία του Βλαντίμιρ Πούτιν ή στην «ειδική στρατιωτική του επιχείρηση» στην Ουκρανία. Η σύλληψη τον περασμένο μήνα του αναπληρωτή υπουργού Αμυνας Τιμούρ Ιβάνοφ επειδή φέρεται να δωροδοκήθηκε αψηφούσε

 

δυσοίωνα αυτόν τον εμπειρικό κανόνα. Υπογραμμίζει επίσης την οξυνόμενη ένταση μεταξύ ισχυρών ομάδων στη Ρωσία εν μέσω έλλειψης συνεκτικής ηγεσίας.

Μην κάνετε λάθος: ο Πούτιν δεν έχει σοβαρούς αμφισβητίες. Οταν διέταξε την πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία στις 22 Φεβρουαρίου 2022, ακόμη και το δικό του Συμβούλιο Ασφαλείας εξεπλάγη. Οι πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ της Ρωσίας υποχρεώθηκαν στη συνέχεια να θυσιάσουν πολλά από τα προνόμια που απολάμβαναν πριν απ’ τον πόλεμο και να αρχίσουν να χτίζουν μια νέα Ρωσία που ανταποκρίνεται στο όραμα του Πούτιν. Αν οι ελίτ δεν έχουν άλλη επιλογή, οι απλοί Ρώσοι πολύ περισσότερο.

Ο Πούτιν έχει κάνει πολλές εξαγγελίες σχετικά με τους πολεμικούς του στόχους και θεωρεί ότι η Ρωσία – μαζί με εταίρους αναδυόμενων οικονομιών όπως η Κίνα και η Βραζιλία – ηγείται της δημιουργίας μιας νέας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης.

Αυτό που δεν έχει προσφέρει ο Πούτιν είναι μια ξεκάθαρη στρατηγική για την επίτευξη αυτών των στόχων. Ούτε έχει παράσχει στους Ρώσους κανένα όραμα για το πώς θα ζουν, ή πώς θα λειτουργεί η Ρωσία, μέσα σε αυτή τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων.  Οι συγκρούσεις είναι ίσως πιο εμφανείς μέσα στο στρατιωτικό κατεστημένο. Η περσινή εξέγερση από τον εκλιπόντα ηγέτη της Ομάδας Βάγκνερ, Γεβγκένι Πριγκόζιν, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.  Κι ερχόμαστε στον Ιβάνοφ, έναν μακροχρόνιο σύμμαχο του Σοϊγκού, ο οποίος συγκέντρωσε μια τεράστια περιουσία επιβλέποντας την κατασκευή, τη διαχείριση ακινήτων, τη στέγαση και τις προμήθειες για τον στρατό της Ρωσίας, και ο οποίος ήταν στην κορυφή της λίστας των πλουσιότερων δημοσίων υπαλλήλων της Ρωσίας, με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα 136,7 εκατομμυρίων ρουβλίων (τότε 2 εκατομμύρια δολάρια). Ομως, με τον πόλεμο της Ουκρανίας να παρατείνεται και τη Ρωσία να κυριεύεται από αβεβαιότητα, το κράτος δεν είναι πλέον ο βράχος που ήταν κάποτε, και ισχυρές ομάδες φαίνονται ολοένα και πιο πρόθυμες να σπάσουν τον άγραφο κανόνα εναντίον των δημόσιων εσωτερικών αντιπαραθέσεων. Μεταξύ αυτών η Εθνική Φρουρά, η FSB (υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας) και η FSO  (υπηρεσία ασφαλείας για κυβερνητικούς αξιωματούχους).

Τον Μάρτιο, ο Πούτιν έδωσε στην FSB εντολή να καταπολεμήσει τη διαφθορά. Οι επικεφαλής της φαίνεται να κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν μια ιδανική ευκαιρία για να αποδυναμωθεί το υπουργείο Αμυνας, ξεκινώντας από τους πλουσιότερους και πιο επηρμένους ηγέτες του. Το να κυνηγήσουν τον Ιβάνοφ διευκόλυνε την υπονόμευση του Σοϊγκού, ο οποίος κάπως αναμενόμενα μόλις έχασε τη θέση του ως υπουργός Αμυνας. Αντικαταστάθηκε από έναν εν δυνάμει αποτελεσματικότερο υπουργό, τον Αντρέι Μπελούσοφ, πρώην οικονομολόγο.

Αυτός ο ανασχηματισμός υποδηλώνει ότι το Κρεμλίνο επιδιώκει να ενισχύσει την κρατική οργάνωση γύρω από την πολεμική ατζέντα. Αλλά η διχόνοια εντός των ελίτ δεν προμηνύει κάτι καλό για τον Πούτιν. Η ρωσική ιστορία έχει δείξει ότι πολιτικές που ακολουθούνται χωρίς επαρκή διαβούλευση ή διαφάνεια μπορούν να γίνουν απειλή για την εξουσία ενός ηγέτη, με την υποστήριξη να μετατρέπεται γρήγορα σε αντιπολίτευση.

Η Νίνα Χρούστσεβα, δισεγγονή του πρώην ηγέτη της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ, είναι καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο New School της Νέας Υόρκης.

*Από «TA NEA»