Η ConocoPhillips προχώρησε στην εξαγορά της Marathon Oil σε μια συμφωνία ύψους 22,5 δισ. δολαρίων. Πρόκειται για το τελευταίο deal μιας σειράς μεγάλων συγχωνεύσεων στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς οι εταιρείες προσπαθούν να ενισχύσουν τα αποθέματά τους.

Η βιομηχανία υδρογονανθράκων των ΗΠΑ τελεί σε μια διαρκή διαδικασία εξυγίανσης τα τελευταία δύο χρόνια. Το περασμένο έτος πραγματοποιήθηκαν συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών συνολικής αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτή η δυναμική συνεχίζεται από την αρχή του 2024 καθώς η χρηματιστηριακή αγορά συνεχίζει την ανοδική της τροχιά και καθώς η παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ καταγράφει νέα ρεκόρ.

Η προσφορά του συνόλου των μετοχών της Conoco ισοδυναμεί με 30,33 δολάρια ανά μετοχή της Marathon, αντιπροσωπεύοντας ένα premium σχεδόν 15% από το κλείσιμο της μετοχής την περασμένη Τρίτη. Η συναλλαγή, η οποία περιλαμβάνει την ανάληψη ποσού ύψους 5,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το χρέος της Marathon, αναμένεται να ολοκληρωθεί το δ' τρίμηνο του 2024.

Οι μετοχές της Marathon Oil σημείωσαν άνοδο 8,7%, ενώ αυτές της Conoco υποχώρησαν 3% στις αρχές της διαπραγμάτευσης.

Η εταιρεία αναμένει να εξοικονονομήσει 500 εκατομμύρια δολάρια κατά το πρώτο έτος μετά την ολοκλήρωση του deal, με την εξαγορά να προσθέτει πάνω από 2 δισεκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου στο χαρτοφυλάκιο της ConocoPhillips.

Σημειώνουμε ότι η Marathon Oil δραστηριοποιείται στη λεκάνη Bakken στη Βόρεια Ντακότα, τη λεκάνη Permian στο Δυτικό Τέξας και τη λεκάνη Eagle Ford του Νότιου Τέξας - περιοχές που αποτελούν πρωταρχικούς στόχους για τους παραγωγούς που θέλουν να αυξήσουν το απόθεμά τους.

Η ConocoPhillips ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου σε όγκο στην Permian το πρώτο τρίμηνο του 2024 μετά τις αμερικανικές μεγάλες εταιρείες Exxon Mobil και Chevron.

Η συμφωνία ακολουθεί την αντίστοιχη που έκλεισε η Exxon με την εξαγορά της Pioneer Natural Resources, τον περασμένο Οκτώβριο, καθώς και εκείνη της Chevron που συγχωνεύθηκε με την Hess σε μια συμφωνία ύψους 53 δισ. δολαρίων κι που εγκρίθηκε από τους μετόχους της τελευταίας, την Τρίτη.