Ένας καταιγισμός συγχωνεύσεων και εξαγορών εταιρειών πετρελαίου φέρνει περαιτέρω συγκεντροποίηση στον ενεργειακό τομέα των ΗΠΑ. Η ConocoPhillips συμφώνησε να αγοράσει την ανταγωνιστική Marathon Oil ύψους 22,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων

συμπεριλαμβανομένου του καθαρού χρέους 5,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς συνεχίζεται η δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών στον ενεργειακό τομέα των ΗΠΑ (περισσότερα εδώ).

Με την εξαγορά θα ενώσουν τις δυνάμεις τους δύο από τις πιο γνωστές ενεργειακές εταιρείες της χώρας, παρέχοντας στην Conoco - έναν από τους μεγαλύτερους ανεξάρτητους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο - περιουσιακά στοιχεία που εκτείνονται σε όλες τις ΗΠΑ, από τη Βόρεια Ντακότα έως το Τέξας. Η εξαγορά έρχεται εν μέσω μιας νέας ώθησης για ενοποίηση του κλάδου.

«Υπάρχουν πάρα πολλοί παίκτες. Η κλίμακα και η ποικιλομορφία είναι αυτά που 'μετράνε' στην αγορά», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος Ράιαν Λανς νωρίτερα φέτος, τονίζοντας τον εν εξελίξει αγώνα για την απόκτηση των καλύτερων από τους εναπομείναντες πόρους σχιστολιθικών αποθεμάτων της χώρας. 


Η παραγωγή από τη Γουιάνα αναμένεται να αυξηθεί ταχύτερα από οποιονδήποτε υπεράκτιο παραγωγό εκτός ΟΠΕΚ έως το 2030 - πηγή: FT

Με παρόμοιο τρόπο, οι μέτοχοι της Hess ενέκριναν χθες μια πρόταση συγχώνευσης 53 δισ. δολαρίων από τη Chevron, τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία πετρελαίου στις ΗΠΑ, σε αυτό που ο διευθύνων σύμβουλος John Hess αποκαλεί «στρατηγική συναλλαγή» «επιτακτικής αξίας». Η διαδικασία ολοκληρώθηκε παρά τη συνεχιζόμενη διαδικασία διαιτησίας που ξεκίνησε από την ExxonMobil, η οποία σκιάζει την εξαγορά. Η Exxon υπέβαλε αίτηση για διαιτησία τον Μάρτιο, υποστηρίζοντας ότι έχει δικαίωμα πρώτης άρνησης σχετικά με το μερίδιο της Hess σε ένα μπλοκ πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Γουιάνα. Η Exxon κατέχει το 45% των μετοχών του έργου, ενώ η Hess κατέχει το 30%.

Ο πρόεδρος της Γουιάνας, Irfaan Ali, δήλωσε στους Financial Times αυτή την εβδομάδα ότι η απόκτηση του πλειοψηφικού μεριδίου στο πεδίο εκ μέρους της Exxon θα μπορούσε να αποτελέσει αιτία ανησυχίας. Η παραγωγή πετρελαίου στη συγκεκριμένη νοτιοαμερικανική χώρα αναμένεται να αυξηθεί ταχύτερα από οποιονδήποτε υπεράκτιο παραγωγό εκτός του ΟΠΕΚ μέχρι το 2030 και η χθεσινή κομβική έγκριση της συγχώνευσης καταδεικνύει την αυξανόμενη όρεξη των επενδυτών στην περιοχή. Οι «υπερ-κολοσσοί» (supermajors) ετοιμάζονται για μια μακρά μάχη που θα μπορούσε να κρατήσει μέχρι το 2025.

Αν και η διαγκωνισμός ανάμεσα στις εταιρείες για τους φυσικούς πόρους δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης, εξακολουθούν να υπάρχουν πισωγυρίσματα. Η προσπάθεια της BHP να εξαγοράσει την εταιρεία εξόρυξης Anglo American κατέρρευσε μετά από μακρόχρονο “κυνήγι” του ανταγωνιστή της που εδρεύει στο Λονδίνο. Οι εταιρείες είχαν συνομιλίες από την περασμένη εβδομάδα για να καταλήξουν σε συμφωνία αφού η Anglo απέρριψε την τρίτη προσφορά της BHP, λέγοντας ότι δεν συμφωνούσε με την «πολύ περίπλοκη και μη ελκυστική δομή» της συμφωνίας. Η πρόταση προέβλεπε την απόσχιση των δύο Νοτιοαφρικανικών επιχειρήσεων της Anglo, αν και η εταιρεία θα εξακολουθούσε να διατηρεί τη δευτερεύουσα εγγραφή της στο Γιοχάνεσμπουργκ, καθώς και τον αριθμό των εργαζομένων στο εκεί γραφείο της. Τόσο η Anglo όσο και η κυβέρνηση της Πρετόρια αντιτάχθηκαν σθεναρά σε αυτό.

Η BHP είχε επίσης δεσμευτεί να προωθήσει τη Νότια Αφρική ως προορισμό εξόρυξης και να υλοποιήσει μια σειρά από φιλανθρωπικά και επενδυτικά έργα σε ολόκληρη τη χώρα. Ο απόηχος της απόρριψης αυτών των υποσχέσεων μοιάζει ακόμη πιο οδυνηρός σήμερα, που οι Νοτιοαφρικανοί - που πλήττονται από την υψηλή ανεργία και μια παραπαίουσα οικονομία - κατευθύνονται στις κάλπες για γενικές εκλογές.

Τα τεράστια ορυχεία χαλκού της Anglo - ένα κρίσιμο μέταλλο στη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια - ήταν από τα βασικά κίνητρα της BHP για την εξαγορά της. Ο Pierre Andurand, ένας από τους πιο γνωστούς εμπόρους εμπορευμάτων, προβλέπει ότι η τιμή του χαλκού σχεδόν θα τετραπλασιαστεί τα επόμενα χρόνια. Όπως είπε στους FT: «Βαίνουμε προς τον διπλασιασμό της αύξησης της ζήτησης για χαλκό λόγω της ηλεκτροδότησης του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών οχημάτων, των ηλιακών συλλεκτών, των αιολικών πάρκων, αλλά και της χρήσης σε στρατιωτικούς σκοπούς καθώς και της μεγάλης ανάπτυξης των κέντρων δεδομένων (data centre)».