Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπως ισχυρίστηκαν, θα μετριάσει την κλιματική αλλαγή, ενισχύοντας την ενεργειακή ασφάλεια. Ωστόσο, οι αμφισβητίες αντέτειναν πως η συγκεκριμένη προσέγγιση θα οδηγούσε σε ακριβότερη ενέργεια, θα καταργούσε σταδιακά τον ασφαλή (αν και βρώμικο) εγχώριο γαιάνθρακα ταχύτερα και εντέλει θα κλόνιζε την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Στη σχετική έρευνά μας εξετάζουμε τις επιπτώσεις της δράσης για το κλίμα στην ενεργειακή ασφάλεια εντός ενός παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου με πολλές συμμετέχουσες χώρες και σε εύρος κλάδων. Γίνεται προσομοίωση των επιπτώσεων της πολιτικής για περιστολή ρύπων με γνώμονα δύο βασικές μεταβλητές ασφαλείας. Η πρώτη, η ασφάλεια προμηθειών, αξιολογεί τον κίνδυνο διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού, συνδυάζοντας τον βαθμό εξάρτησης μιας χώρας από τις εισαγωγές ενέργειας με το πόσο αυτές διαφοροποιούνται. Η δεύτερη, η ανθεκτικότητα της οικονομίας της σε μια ενεργειακή αναταραχή, αντιστοιχεί στο μερίδιο του ΑΕΠ που δαπανά η χώρα για ενέργεια.
Μας προκάλεσε εντύπωση ότι η ενεργειακή ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου επιδεινωνόταν επί δεκαετίες πριν από την εισβολή της Ρωσίας, διότι οι χώρες βασίζονταν όλο και περισσότερο στις εισαγωγές από ολοένα και λιγότερους προμηθευτές. Συν τοις άλλοις, οι προσομοιώσεις δείχνουν ότι οι υψηλότερες τιμές διοξειδίου του άνθρακα, οι ισχυρότεροι κανονισμοί ενεργειακής απόδοσης και η ταχεία αδειοδότηση ανανεώσιμων πηγών θα βελτιώσουν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, σύμφωνα με τις δύο μεταβλητές. Ωστόσο, τα αποτελέσματα δεν θα είναι ομοιογενή. Η τιμολόγηση του CO2 μειώνει τις εκπομπές με το χαμηλότερο κόστος παραγωγής.
Οι αυστηρότεροι κανονισμοί ενεργειακής απόδοσης για τις μεταφορές και τα κτίρια, αντιθέτως, είναι λιγότερο αποτελεσματικοί από την τιμολόγηση του CO2, αν και προσφέρουν μεγαλύτερα πρόσθετα πλεονεκτήματα ασφάλειας. Επίσης, κατανέμουν αυτά τα οφέλη πιο ομοιόμορφα. Τέτοιοι κανονισμοί περιορίζουν την κατανάλωση ενέργειας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την τιμολόγηση του CO2, αλλά τείνουν να μειώνουν περισσότερο την τιμή της ενέργειας, άρα και τις συνολικές δαπάνες. Ο συνδυασμός τους με την υποστήριξη των φτωχότερων νοικοκυριών για απόκτηση ενεργειακά αποδοτικότερων οχημάτων και συστημάτων οικιακής θέρμανσης, λόγου χάριν, θα διευκόλυνε και θα επιτάχυνε την εφαρμογή τους. Επιπροσθέτως, η ταχεία αδειοδότηση των ΑΠΕ λειτουργεί θετικά, επεκτείνοντας τον εγχώριο ενεργειακό εφοδιασμό.
Ενα πακέτο πολιτικής για το κλίμα, όπου όλα τα ανωτέρω εμπεριέχονται, μειώνει την εξάρτηση από τις εισαγωγές, αντικαθιστώντας τες με ηλεκτρική ενέργεια από εγχώριες ΑΠΕ, απομακρύνει τις εισαγωγές από μη ευρωπαϊκές προμηθεύτριες και τις στρέφει σε ευρωπαϊκές. Τέλος, ελαττώνει τις ενεργειακές δαπάνες, επειδή οι επενδύσεις στην απόδοση μειώνουν τη ζήτηση και η επιταχυνόμενη ανάπτυξη των ΑΠΕ αυξάνει τον ενεργειακό εφοδιασμό, τείνοντας σε χαμηλότερες τιμές ενέργειας. Μια δέσμη μέτρων για περιστολή ρύπων κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 θα βελτιώσει τις μεταβλητές ενεργειακής ασφάλειας σχεδόν 8% έως το 2030 για την Ευρώπη.
* Επιστημονικά και διοικητικά στελέχη του ΔΝΤ. Το άρθρο δημοσιεύεται στο ιστολόγιο του ΔΝΤ.
(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)