Βρισκόμασταν ακόμη εν μέσω κρίσης δημόσιου χρέους και έκρινα απαραίτητο να συγκαλέσω τους επικεφαλής οικονομολόγους των μεγαλύτερων τραπεζών που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη και να τους θέσω δύο ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα: Θεωρούσαν ότι ήταν δυνατόν να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ; Το δεύτερο ερώτημα: Πίστευαν ότι το ευρώ και η Οικονομική και Νομισματική Ενωση, με την τρέχουσα δομή της, μπορούσαν να επιβιώσουν από την κρίση;
Από όλους εκείνους τους διακεκριμένους οικονομολόγους που συγκεντρώθηκαν γύρω από το τραπέζι –ήταν περίπου δώδεκα–, οι πάντες, εκτός από έναν, μου είπαν ότι ήταν αδύνατο να κρατηθεί η Ελλάδα στο ευρώ. Με περισσότερο ή λιγότερο σύνθετες οικονομικές αναλύσεις και επικαλούμενοι εκτενώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξηγούσαν ότι η λεγόμενη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους έδειχνε ότι ήταν αδύνατο να αποφευχθεί η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, και όσο νωρίτερα γινόταν τόσο το καλύτερο.
Oσον αφορά το γενικότερο ερώτημα σχετικά με το μέλλον της Οικονομικής και Νομισματικής Eνωσης, ας πούμε ότι οι απόψεις ήταν ισομερώς μοιρασμένες. Οι μισοί οικονομολόγοι πίστευαν ότι το ευρώ θα επιβίωνε από την κρίση, ενώ οι άλλοι μισοί πίστευαν ότι δεν μπορούσε να παραμείνει ως είχε ή ότι η Ευρωζώνη απλώς θα κατέρρεε. Κάποιοι πρότειναν ακόμη και την πιθανότητα ύπαρξης δύο ζωνών του ευρώ. Είναι επίσης κοινό μυστικό, καθώς πολλά γράφτηκαν εκείνη την εποχή, ότι αυτή ήταν η κοινή ανάλυση πολλών οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων και κάτοχοι του βραβείου Νομπέλ Οικονομικών. Το λεγόμενο «συναίσθημα της αγοράς» ήταν ότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ (το λεγόμενο Grexit) ήταν αναπόφευκτη και υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες για το μέλλον του ίδιου του ευρωπαϊκού νομίσματος.
Κοιτάζοντας πίσω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους οικονομολόγους ήταν εντελώς λάθος. Μόλις τις προάλλες, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στην Αθήνα με τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη, θυμηθήκαμε εκείνες τις εποχές και αναφερθήκαμε σε αυτή την κατάσταση και την αξιοσημείωτη πρόοδο που έχει σημειωθεί από τότε, όπως, ιδιαίτερα, το γεγονός ότι η Ελλάδα ανακηρύχθηκε «Χώρα της Χρονιάς» από τον Economist…
Τα διδάγματα του παρελθόντος
Αν αναφέρω αυτό το επεισόδιο από το 2012 είναι επειδή πιστεύω ότι είναι σημαντικό όταν αναλύουμε τις μελλοντικές προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, να κατανοήσουμε από πού ξεκινήσαμε και τι διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε από το παρελθόν της. Είμαι πεπεισμένος ότι η ανθεκτικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι συνήθως της αποδίδεται. Η αλήθεια είναι ότι, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες, η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει αποδείξει ότι είναι ικανή να τις ξεπερνάει, αν και αυτό συνήθως συμβαίνει σε περιόδους κρίσης, όταν βρίσκεται σχεδόν στο χείλος του γκρεμού.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση αρέσκεται να ζει επικίνδυνα ή ότι χρειάζεται αυτόν τον άμεσο κίνδυνο για να φτάσει σε αποφάσεις που διαφορετικά δεν μπορεί να πάρει. Πράγματι, ένας από τους ιδρυτές της Ευρώπης, ο Ζαν Μονέ, ίσως αυτός στον οποίο η οικοδόμηση της Ευρώπης οφείλει τα περισσότερα λόγω της πολιτικής του ιδιοφυΐας (ενώ δεν ήταν επαγγελματίας πολιτικός), είπε κάποτε ότι η ευρωπαϊκή κοινότητα θα οικοδομηθεί μέσω κρίσεων και ως μια σειρά διαδοχικών απαντήσεων σε διαδοχικές κρίσεις.
Στην πραγματικότητα από την ίδια τη φύση της, που έχει σχέση με τον υπερεθνικό και «υβριδικό» χαρακτήρα της θεσμικής δομής της, συνδυάζοντας αμιγώς διακυβερνητικά στοιχεία με άλλα υπερεθνικής φύσης, η Ευρωπαϊκή Ενωση τείνει να αναβάλλει τις απαντήσεις στα προβλήματα έως ότου φτάσουν να γίνουν ιδιαιτέρως επείγοντα ή και δραματικά. Η Ε.Ε. είναι περισσότερο της αντίδρασης παρά της πρόληψης, και είναι ενίοτε απογοητευτικά αργή, ακόμη και αντιφατική στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Συνήθως προσεγγίζει τα προβλήματα σταδιακά και προετοιμάζει τις θέσεις της απέναντι σε αυτά. Αντί για ριζικές αποφάσεις, επιδιώκει να προχωρεί βήμα βήμα, συνήθως μέσω μιας πολιτικής μικρών βημάτων, αν και υπάρχουν καταστάσεις που απαιτούν, κάποιες φορές, ένα μεγαλύτερο βήμα.
Αυτό συνέβη και στην κρίση δημόσιου χρέους, μια περίοδο που βίωσα έντονα στην Κομισιόν. Υπήρξε μεγάλη αρχική αντίσταση από τα κράτη-μέλη (ιδίως από εκείνα που ήταν σε θέση να δώσουν ικανοποιητική απάντηση στην κρίση), και μόνο αργότερα, σχεδόν στο χείλος του γκρεμού, υπήρξε προθυμία να εξεταστούν πιο ριζικά μέτρα. Ετσι, ως απάντηση σε αυτή τη χρηματοοικονομική κρίση, αυτό που προηγουμένως θεωρείτο αδύνατο έγινε δυνατό: για παράδειγμα, προγράμματα διάσωσης για τις χώρες που αντιμετώπιζαν δυσκολίες, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και άλλες, οι οποίες ήταν χρεοκοπημένες ή στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Τα προγράμματα αυτά, θέλω να σας υπενθυμίσω, θεωρούνταν τότε από πολλούς ως νομικώς ασύμβατα με τις συνθήκες, αλλά ήταν απαραίτητα και η πραγματικότητα κατέληξε να επιβάλει την αναπόφευκτη ανάγκη τους. Η δημιουργία του ΕΜΣ, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, η έναρξη ευρωπαϊκών εποπτικών μηχανισμών, ιδίως με ενισχυμένες εξουσίες για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – θυμάμαι ότι η Κομισιόν μου υπέβαλε περισσότερες από 30 νομοθετικές προτάσεις για νέα χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, νομοθετικά κομμάτια των οποίων η έγκριση θα ήταν αδιανόητη πριν από τη χρηματοοικονομική κρίση. Ολη αυτή η πολιτική και κανονιστική απάντηση διαμορφώθηκε σταδιακά, αλλά και αποφασιστικά και διαρθρωτικά. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι δυστυχώς ορισμένα από αυτά τα νομοθετήματα δεν έχουν ακόμη ψηφιστεί, όπως οι μηχανισμοί εγγύησης καταθέσεων, που προβλέπονταν ως ένας από τους πυλώνες της λεγόμενης Τραπεζικής Ενωσης, μια πρόταση που είχα την ευκαιρία να κάνω τότε εκ μέρους της Κομισιόν.
Ομοίως, και πιο πρόσφατα, όταν ξέσπασε η πανδημία, κατέστη δυνατό να γίνει αυτό που δεν προβλεπόταν στις ευρωπαϊκές συνθήκες, δηλαδή η από κοινού προμήθεια εμβολίων από την Κομισιόν. Οπως είναι γνωστό, η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει απλώς συμπληρωματικές αρμοδιότητες στον τομέα της δημόσιας υγείας. Ο τομέας αυτός αποτελεί ουσιαστικά αρμοδιότητα των κρατών-μελών, αλλά αντιμετωπίζοντας την κρίση της πανδημίας και τη σοβαρότητά της η Κομισιόν μπόρεσε να παρέμβει για λογαριασμό των κρατών-μελών σε αυτή την κοινή προμήθεια εμβολίων, και τώρα γίνονται σημαντικά βήματα προς μια Ευρωπαϊκή Ενωση Υγείας.
Ακόμη πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι ως απάντηση στην οικονομική κατάσταση που προέκυψε από την πανδημία, και για τη δημιουργία του προγράμματος NextGenerationEU, οι διάφορες χώρες τελικά συμφώνησαν σε μια μορφή αμοιβαιοποίησης χρέους και έδωσαν στην Κομισιόν εντολή να αντλήσει από τις αγορές 800 δισ. ευρώ για λογαριασμό τους.
Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι παρόμοιες προτάσεις που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης απορρίφθηκαν κατηγορηματικά από τις λεγόμενες «φειδωλές» χώρες. Εγώ ο ίδιος και αρκετοί άλλοι προτείναμε ευρωομόλογα τότε ως τρόπο αποκατάστασης της εμπιστοσύνης της αγοράς στην Ευρωζώνη. Ομως η ιδέα αυτή, όπως και πολλές άλλες, αρχικά απορρίφθηκε, αλλά κατάφερε αργότερα να προχωρήσει: η αμοιβαιοποίηση μέρους του χρέους θα γινόταν τελικώς αποδεκτή, ιδίως από τη Γερμανία, η οποία λίγα χρόνια νωρίτερα είχε πει ότι κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ.
Παρομοίως, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία η Ευρωπαϊκή Ενωση μπόρεσε –εκτός του ότι γενικά επέδειξε σημαντική ομοψυχία για την υποστήριξη της Ουκρανίας– να ξεπεράσει ορισμένα ταμπού, όπως η αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού και πυρομαχικών. Κάτι που θα ήταν επίσης αδιανόητο πριν από έναν πόλεμο όπως αυτός που εξαπέλυσε η Ρωσία του Πούτιν κατά της Ουκρανίας, που θέτει μια πραγματικά υπαρξιακή πρόκληση στην Ευρώπη.
Βλέπουμε λοιπόν την Ευρωπαϊκή Ενωση να βγαίνει από αυτό που έχω ονομάσει γεωπολιτική εφηβεία και να φτάνει σε ένα κάποιο επίπεδο στρατηγικής ωριμότητας, προχωρώντας επίσης στην προοδευτική οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας ασφάλειας και άμυνας (αν και, φυσικά, επιδιώκει να το κάνει χωρίς να έρθει σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ). Με άλλα λόγια, όταν βρεθεί μπροστά στις δυσκολίες, συχνά εξωτερικής φύσης, τότε είναι που η Ευρωπαϊκή Ενωση προχωρεί στη δική της διαδικασία εσωτερικής ολοκλήρωσης.
Οι προκλήσεις για το μέλλον
Τα παραπάνω παραδείγματα αποδεικνύουν ότι η Ευρώπη έχει «μνήμη» και πως, σε κατάσταση κρίσης και έκτακτης ανάγκης, είναι ικανή να «μαθαίνει» και να αντλεί διδάγματα από προηγούμενες καταστάσεις.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι αν αυτό θα συμβεί και στο μέλλον. Προφανώς δεν έχουμε την ικανότητα να προβλέψουμε το μέλλον, αλλά μπορούμε να αναλύσουμε τις ισχυρές τάσεις που ήδη αναδύονται. Αυτές οι τάσεις πιέζουν προς την ανάδειξη και επιτάχυνση των εξωτερικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές χώρες τίθενται σε μια κατάσταση όπου μόνο από κοινού μπορούν να υπερασπιστούν τις αξίες και τα συμφέροντά τους.
Το μέγεθος μετράει. Η ευρωπαϊκή κλίμακα είναι αναγκαία. Οπως είπε ένας Βέλγος πολιτικός πριν από πολλά χρόνια, στην Ευρώπη όλες οι χώρες είναι μικρές. Απλώς ορισμένες δεν το έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη. Οταν συγκρίνουμε αυτές τις χώρες, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων, της Γαλλίας και της Γερμανίας (αλλά και του Ηνωμένου Βασιλείου, παρότι δεν είναι πλέον μέλος της Ε.Ε.), με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ή την Κίνα, ή ακόμη και με τη Ρωσία όσον αφορά το πυρηνικό της οπλοστάσιο, βλέπουμε ότι μεμονωμένα οι ευρωπαϊκές χώρες απέχουν πολύ από την πρώτη κατηγορία της παγκόσμιας επιρροής. Στις διάφορες συνόδους κορυφής του G20, στις οποίες είχα την ευκαιρία να παρευρεθώ, ήταν σαφές ότι σε αυτό το φόρουμ –αναμφίβολα το πιο σημαντικό από άποψη διαμόρφωσης οικονομικής και πολιτικής δύναμης σε παγκόσμια κλίμακα– εκείνοι που πραγματικά έχουν σημασία γύρω από το τραπέζι είναι πρωτίστως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και, αν παρουσιαστεί ενωμένη, η Ευρώπη, η οποία εκπροσωπείται όχι μόνο από ορισμένες από τις μεγαλύτερες χώρες της αλλά και από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πλέον, αν και πολλοί Ευρωπαίοι και εξωτερικοί αναλυτές δεν το γνωρίζουν, ένας από τους τρεις πόλους ισχύος παγκοσμίως. Βέβαια, ελλείψει κάποιας συνοχής και συνέπειας, ιδίως όσον αφορά την άμυνα, η Ε.Ε. δεν μπορεί να προβάλει την ίδια δύναμη με εκείνους που έχουν όχι μόνο τις δυνατότητες, αλλά και τη βούληση να το πράξουν σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική, εμπορική και χρηματοοικονομική της κεντρικότητα και κλίμακα, είναι εύκολο να αναγνωρίσει κανείς ότι η Ε.Ε. αποτελεί έναν απαραίτητο πόλο ισχύος και επιρροής στην παγκόσμια σκηνή.
Η ευρωπαϊκή ενότητα είναι πράγματι αναγκαία. Και το να καθιστά εφικτό το αναγκαίο είναι ο κύριος ρόλος της πολιτικής. Χρειάζεται αληθινή και φωτισμένη ηγεσία. Σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Τα σύνορά μας είναι η Ευρώπη, και μόνο στο πλαίσιο αυτό οι Ευρωπαίοι θα μπορέσουν να προστατεύσουν και να προωθήσουν τα συμφέροντα και τις αξίες τους.
*Ο κ. Ζοζέ Μανουέλ Ντουράο Μπαρόζο είναι πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Πορτογαλίας, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")