Παρήλθε η Πολιτική του «Βλέποντας & Κάνοντας» στην Ενέργεια -Oι Προκλήσεις για την Νέα Κομισιόν

Παρήλθε η Πολιτική του «Βλέποντας & Κάνοντας» στην Ενέργεια -Oι Προκλήσεις για την Νέα Κομισιόν
Του Αδάμ Αδαμόπουλου
Δευ, 10 Ιουνίου 2024 - 12:46

Το «πανηγύρι» των Ευρωεκλογών τελείωσε με θριαμβεύτρια την αποχή. Μετά την καταμέτρηση, όμως και επί του πεδίου, οι νικητές αναλογίζονται τα κέρδη τους και οι ηττημένοι μετρούν τις πληγές τους. Και τί θα γίνει τώρα με την πολιτική; Τί θα συμβεί την επόμενη ημέρα; Ποια ατραπό θα ακολουθήσουν οι «σοφοί» των Βρυξελών και του Στρασβούργου; Κατά την κοινοβουλευτική περίοδο που μας τελείωσε, όλη η προσοχή στράφηκε στο πώς να επιταχυνθεί το πρασίνισμα της οικονομίας και της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, πώς θα διασωθεί το περιβάλλον και, από το 2022, το πώς θα ριφθεί μαύρη πέτρα στην ρωσική ενέργεια.

Σήμερα, εν όψει των όποιων αλλαγών συντελεστούν στα κέντρα λήψης αποφάσεων της ΕΕ αναλυτές, δημοσιογράφοι και όσοι –λιγοστοί- Ευρωπαίοι πολίτες αισθάνονται ότι τους αφορούν όλα τούτα, αναρωτιούνται τί επιφυλάσσει στους «27» η επόμενη πενταετία στην ενέργεια, το περιβάλλον και κυρίως, στην τσέπη τους.

Οι στόχοι για το net zero που τέθηκαν το 2019 έπεσαν αμέσως στο αχανές ναρκοπέδιο που έσπειραν η πανδημία του Covid-19, η ενεργειακή κρίση, που πυροδότησε το συμπαντικό άλμα των τιμών του φυσικού αερίου, και ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Ενδιαμέσως, φανερώθηκαν και άλλες διαθρωτικές αδυναμίες στο εξ αρχής αμετροεπές πράσινο αφήγημα. Άλλες αναδύθηκαν μέσα από την προχειρότητα με την οποία σχεδιάστηκαν και προωθήθηκαν και άλλες, ένεκα «απρόβλεπτων» εξωγενών παραγόντων: Το υπέρμετρο κόστος της πράσινης μετάβασης, η αβάσταχτη ακρίβεια που την συνοδεύει, η αναντιστοιχία μεταξύ λόγων και πράξεων σε ένα ευρύ φάσμα της ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτικής (παρά την πρόοδο των ΑΠΕ και της νομοθεσίας), το έλλειμμα αξιόπιστων λύσεων στην δαπανηρή υπόθεση της αποθήκευσης ενέργειας, η ηλεκτροκίνηση που δεν λέει να πάρει μπροστά, ο πόλεμος κατά των ορυκτών καυσίμων και δη του φυσικού αερίου - παρά το γεγονός ότι κρίθηκε απαραίτητο στην πορεία για την πράσινη μετάβαση – και ο θεσμικός πόλεμος σε βάρος της (καθαρής) πυρηνικής ενέργειας.     

Και καθώς όλοι γνωρίζουμε από αρχαιοτάτων χρόνων πως ενός κακού μύρια έπονται, η αμετροέπεια, ο εφησυχασμός και η αυταρέσκεια που εκδήλωσαν οι Ευρωπαίοι ταγοί και αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλων όσοι πασχίζουν να χτίσουν παλάτια στην άμμο, πυροδότησε μια σειρά άλλα πολύ σοβαρά προβλήματα που παραμένουν άλυτα και απειλούν να εκθέσουν σε νέους κινδύνους το εμπροσθοβαρές και οραματικό σχέδιο για την πράσινη ανάπτυξη.

Η παραδοσιακή αβαθής πολιτική της Γερμανίας και η αδυναμία των υπολοίπων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να επιχειρηματολογήσουν υπέρ μιας εναλλακτικής πολιτικής γραμμής επέφερε την κάθετη πτώση της ζήτησης ενέργειας, την καθυστερημένη παραδοχή ότι δεν υπάρχουν επαρκή δίκτυα για να απορροφηθεί η πλεονάζουσα ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και πλέον βρισκόμαστε ενώπιος-ενωπίω με μια νέα μορφή προστατευτισμού, αυτή τη φορά καθώς αναγκαζόμαστε να περικόπτουμε την ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ, επειδή είναι υπέρμετρα πλεονασματική και δεν αποδίδει φράγκο τσακιστό σε όσους την παράγουν (φαινόμενο μηδενικών/αρνητικών τιμών.)

Ερχόμαστε τώρα στο καθαρά πολιτικό πλέγμα της υπόθεσης.

Καθώς το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα παραμένει η μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα στο Στρασβούργο, η επιχείρηση να παραμείνει στο τιμόνι της Κομισιόν η πρόεδρος, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και για μια δεύτερη θητεία μοιάζει εφικτή.

Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κα φον ντερ Λάιεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην πρώτη γραμμή των μετώπου κατά της Ρωσίας με ό,τι και αν αυτό συνεπάγεται για την ανασχεδίαση και ανακατεύθυνση της πολιτικής των «27» στα θέμα της ενέργειας.

Όμως, αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία και από το πρόσωπο που θα ηγηθεί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά την επόμενη πενταετία είναι η σύνθεση των ομάδων στο Στρασβούργο που θα καθορίσει τις προτεραιότητες.

Εάν λάβουμε υπόψη τις πολιτικές διεργασίες και αποφάσεις που ελήφθησαν κατά την τελευταία διετία, μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, μοιάζει ότι ο κεντρικός στόχος της πολιτικής να έχει μεταστραφεί, τώρα, προς την κατεύθυνση των ζητημάτων που άπτονται της ασφάλειας και την ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Ιδίως, καθώς εντείνονται οι επιφυλάξεις, σε βαθμό ανησυχίας, αφενός για το υψηλό κόστος του green deal, κυρίως όμως για την εμπορική ένταση μεταξύ ΗΠΑ- Κίνας, το αβέβαιο αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών και ασφαλώς τη συνεχιζόμενη σύρραξη στα ανατολικά σύνορά της, η πράσινη πολιτική της ΕΕ αναμένεται να οπισθοδρομήσει, παρά το αντίθετο!

Άλλωστε, το νέο κονκλάβιο των Βρυξελλών το αναμένουν σοβαρές  προκλήσεις σε επίπεδο γεωπολιτικής που αναμένεται να επηρεάσουν τη δέσμη των εμπορικών και τεχνολογικών αποφάσεων σε επίπεδο ΕΕ, καθώς και την δέσμευσή της για το Κλίμα, συμπεριλαμβανομένης της ισχυρής θέσης που έχει λάβει για να απομακρυνθεί σταδιακά από τη χρήση ορυκτών καυσίμων.

Σε αυτό το σημείο όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί ήδη ένα νέο δόγμα για το κλίμα που έγκειται στην προτεραιοποίηση της ανάπτυξης της βιομηχανίας σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος και της Φύσης.

Προς αυτή την κατεύθυνση αποσκοπούσε και η προτροπή του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, διαπρύσιου κήρυκα της πράσινης μετάβασης και σφοδρού πολέμιου των ορυκτών καυσίμων, μερικούς μήνες μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με την οποία καλούσε τα ευρωπαϊκά έθνη να κάψουν περισσότερο φυσικό αέριο και άνθρακα για να ενισχύσουν την ενεργειακή ασφάλειά τους, με την υποσημείωση, ότι δεν θα πρέπει να ενδιαφέρονται για το εάν θα καθυστερήσουν να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις για το Κλίμα!

Επομένως, καθίσταται σαφές ότι η έμφαση στην ενεργειακή ασφάλεια έχει αυξηθεί. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι όσοι είναι επιφορτισμένοι με την χάραξη και την λήψη αποφάσεων πολιτικής δεν θα υπεισέλθουν και στα θέματα συμβιβασμών για τους οποίους είναι διαβόητη η ΕΕ.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τα κορυφαία θέματα πολιτικής πάνω στα οποία θα κληθούν οι Ευρωπαίοι να «ομονοήσουν», όπως αυτό της βιωσιμότητας που εμπεριέχει, εκ των πραγμάτων, πολλές διαστάσεις.

Η ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, όπως μεταξύ άλλων και η ικανότητά της να εξορύσσει και να διαχειρίζεται κρίσιμες πρώτες ύλες, μπορεί να μειώσει τους κινδύνους που συνδέονται με την επίτευξη των στόχων της για την απαλλαγή από τις εκπομπές CO2, αν και αυτή η επιδίωξη μπορεί να συνοδεύεται από αυξημένο κόστος, τόσο για τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών, και τους προϋπολογισμούς ιδιωτών και επιχειρήσεων, όσο και να εντείνει τις επιπτώσεις στο ευρύτερο περιβάλλον.

Κρίσιμος παράγοντας για να υπάρξει πρόοδος στα ζητήματα του net zero είναι η «αλληλεγγύη» που απέκτησε μεγαλύτερη διάσταση στο διάστημα μετά την ενεργειακή κρίση και την εισβολή στην Ουκρανία και είναι επιτακτικό να ενισχυθεί, παρά την αναντιστοιχία των εθνικών συμφερόντων, για να υπάρξει μια πιο αποδοτική επίτευξη των κλιματικών και ενεργειακών στόχων της ΕΕ και της ικανότητας των κρατών- μελών να χρηματοδοτούν αυτές τις δράσεις.

Τέλος, θα απαιτηθεί μια μεγαλύτερη σταθερότητα σε επίπεδο τιμών που θα μειώσει τη μεταβλητότητα και το επενδυτικό ρίσκο και θα αποκλιμακώσει το κόστος της χρηματοδοτικής στήριξης για τις τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Στην αντίθετη περίπτωση, η αποτυχία της ΕΕ να ανταποκρίνεται στα λεγόμενα «σήματα των τιμών», είναι πιο πιθανό να μεγιστοποιήσει το κόστος κατασκευής και λειτουργίας του ενεργειακού συστήματος του μέλλοντος.