και τους 50 βαθμούς Κελσίου, ενώ τουλάχιστον 60 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, παρότι οι τοπικές αρχές εκτιμούν ότι ο αριθμός ενδέχεται να είναι πολύ μεγαλύτερος, καθώς οι θάνατοι που σχετίζονται με την ακραία ζέστη δεν καταγράφονται ορθά στις αγροτικές περιοχές.
Όλα αυτά τη στιγμή που πολλά είναι τα σημεία της χώρας όπου σημειώνονται σοβαρές ελλείψεις πόσιμου νερού, με τους κατοίκους να περιμένουν ακόμα και δύο ώρες στην ουρά για να γεμίσουν δύο κουβάδες νερό όταν φτάνει η υδροφόρα στην περιοχή τους.
Την ίδια ώρα, συνεχείς είναι οι διακοπές στην ηλεκτροδότηση με αποτέλεσμα όσοι – λιγοστοί – έχουν στην κατοχή τους κλιματιστικό ή ανεμιστήρα να μην μπορούν να απολαύσουν λίγες στιγμές δροσιάς, απαραίτητες υπό αυτές τις συνθήκες.
«Πρόκειται για το μεγαλύτερο κύμα καύσωνα, διότι διαρκεί περίπου 24 ημέρες σε διάφορα μέρη της χώρας», δήλωσε στην εφημερίδα Indian Express ο Μρουτιουντζάι Μοχαπάτρα Γενικός Διευθυντής της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας της Ινδίας (IMD).
Ο ειδικός, μάλιστα, τόνισε ότι οι καύσωνες όπως αυτός αναμένεται να είναι ολοένα συχνότεροι, πιο ανθεκτικοί και έντονοι αν δε ληφθούν προληπτικά μέτρα.
«Οι ανθρώπινες δραστηριότητες, η αύξηση του πληθυσμού, η βιομηχανοποίηση και οι μεταφορές οδηγούν σε αυξημένη συγκέντρωση μονοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου και χλωροάνθρακα», πρόσθεσε και επισήμανε πως δεν τίθενται σε κίνδυνο μόνο οι άνθρωποι που βιώνουν αυτή τη στιγμή την πρόκληση των ακραίων θερμοκρασιών, αλλά και οι μελλοντικές γενιές.
Εστίασε, μάλιστα, στη σημασία της τακτικής συντήρησης των αυτόματων μετεωρολογικών σταθμών, αναγνωρίζοντας ότι παράγοντες όπως τα πουλιά ή οι πίθηκοι μπορούν να διαταράξουν τη λειτουργία τους, ενώ διαβεβαίωσε ότι οι επιθεωρήσεις πραγματοποιούνται κάθε έξι μήνες. Αφορμή στάθηκε η καταγραφή μέγιστης θερμοκρασίας στους 52,9 βαθμούς Κελσίου από αυτόματο σταθμό του Δελχί, η οποία αρχικά αποδόθηκε σε σφάλμα στον αισθητήρα.
Ανεξαρτήτως των σφαλμάτων που μπορεί να παρατηρηθούν κανείς δεν αμφισβητεί την ένταση του κύματος που έχει πλήξει τη χώρα, η οποία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παράγοντας εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον κόσμο, καθώς βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας για τις ανάγκες της.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στη χώρα με περισσότερους από 1.387.284.855 κατοίκους, καθιστώντας την πρώτη παγκοσμίως σε πληθυσμό αφού ξεπερνάει ακόμα και την Κίνα, παρατηρούνται υψηλές θερμοκρασίες, ιδίως στις πόλεις.
Σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα οι αιτίες είναι δύο: Η ραγδαία αστικοποίηση και η κλιματική αλλαγή.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα The Hindu τα δύο αυτά χαρακτηριστικά καθορίζουν την Ανθρωπόκαινο καθιστώντας έτσι τους κατοίκους ευάλωτους.
Την ώρα, δε, που ο πληθυσμός προβλέπεται ότι θα αυξηθεί ως το 2050 – οι ειδικοί υπολογίζουν επιπλέον 450 εκατομμύρια κατοίκων – οι πόλεις κρίνεται απαραίτητο να προετοιμαστούν για τις δυσκολίες που πρόκειται να αντιμετωπίσουν στο μέλλον.
Η κατασκευή κτιρίων με υλικά δόμησης, όπως το σκυρόδεμα, εγκλωβίζουν τη θερμότητα και απορροφούν μεγάλη ποσότητα ηλιακής ακτινοβολίας την οποία στη συνέχεια απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα. Αποτέλεσμα; Ακόμα περισσότερη ζέστη με επιπλέον 3-5 βαθμούς Κελσίου συγκριτικά με περιαστικές περιοχές.
Το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας που προκαλείται από την πυκνή δόμηση των πόλεων, με λίγα λόγια, «φυλακίζει» το θερμό αέρα καθιστώντας τα αστικά κέντρα πιο θερμά.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η κλιματική αλλαγή έρχεται να προστεθεί στους παράγοντες που επιβαρύνουν το περιβάλλον και οδηγούν σε θερμοκρασίες ρεκόρ και παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας.
Όπως αναφέρει η ινδική εφημερίδα το αλλοιωμένο μικροκλίμα επηρεάζει τη δημόσια υγεία, με τους επιστήμονες να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ζητώντας προσεκτικό αστικό σχεδιασμό με την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί επιστημονική μελέτη.
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα ωστόσο δεν περιορίζονται στη ζέστη, αλλά στις σφοδρές βροχοπτώσεις και τους ανέμους, με τον Μοχαπάτρα να εκτιμά ότι πολύ σύντομα όλοι οι πολίτες θα χρειαστεί να παρακολουθούν καθημερινά την πρόγνωση του καιρού αφού «υπάρχουν αυξημένοι κίνδυνοι για τη ζωή και την ιδιοκτησία. Έτσι, το σχέδιο είναι κάθε νοικοκυριό να έχει τελικά εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες για τον καιρό».
*Από newmoney.gr