Ένα ακόμα πλήγμα δέχθηκε ο τομέας των ΑΠΕ εξαιτίας της εκλογικής ενίσχυσης των συντηρητικών δυνάμεων στις Ευρωεκλογές της προηγούμενης εβδομάδας. Σε συνδυασμό με τη δραματική υποχώρηση των Ευρωπαίων Πρασίνων αλλά και τις σοβαρές ενδείξεις πως το ΕΛΚ επανεξετάζει την Πράσινη Συμφωνία, οι μετοχές των επιχειρήσεων που εξειδικεύονται στις ΑΠΕ κατρακύλησαν.

Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών— η άνοδος των δεξιότερων κομμάτων και η πτώση των πρασίνων— ήταν λίγο ως πολύ αναμενόμενα, αυτό όμως δεν εμπόδισε τις αγορές από το να αντιδράσουν σπασμωδικά.

Μετά την ανακοίνωση των τελικών αποτελεσμάτων την Κυριακή, καθώς και την κήρυξη γενικών εκλογών στη Γαλλία, οι μετοχές αρκετών εταιρειών από τον τομέα των ΑΠΕ κατέγραψαν σημαντική μείωση. Οι μετοχές των μεγάλων παικτών όπως η Engie, η Neoen, και η Voltalia έπεσαν από 1% ως και 5% στο μεσοδιάστημα. Παράλληλα, ο δείκτης CAC 40 συνέχισε την ήδη πτωτική τροχιά του, υποχωρώντας πάνω από 2%.

Οι χαμηλές πτήσεις στα χρηματιστήρια είναι ακόμα ένα εμπόδιο που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο των ΑΠΕ. Εκτός αυτού, μία σειρά άλλων προβλημάτων έχουν συσσωρευτεί το προηγούμενο διάστημα. Στο οικονομικό πεδίο, εντοπίζονται τα εξής:

  1. Τα υψηλότατα επιτόκια δανεισμού— οι εταιρείες δεν έχουν την αναγκαία ρευστότητα ώστε να ξεκινήσουν ή να συνεχίσουν τα έργα ΑΠΕ που έχουν αναλάβει.
  2. Το αυξανόμενο κόστος των ασφαλίστρων— οι εταιρείες επωμίζονται σημαντικά ρίσκα ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικές.
  3. Οι μειούμενες τιμές ενέργειας στη χονδρική— οι επενδυτές δεν έχουν πλέον κίνητρα να μπουν στην αγορά εξαιτίας της υπερπροσφοράς ΑΠΕ.

Τα προαναφερθέντα οικονομικά ζητήματα δεν είναι τα μοναδικά. Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι οι μακροχρόνιες γραφειοκρατικές καθυστερήσεις που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές ΑΠΕ. Μία πρόσφατη έρευνα στη Γαλλία είχε καταγράψει δαιδαλώδεις διαδικασίες που μπορούν να κρατήσουν ως και τρία χρόνια— περίοδος που μοιάζει με δεκαετίες σε μία αγορά που κινείται με ταχύτατους ρυθμούς. Από την άλλη πλευρά, οι επενδυτές ΑΠΕ καλούνται να απαντήσουν και στην καχυποψία των Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι θεωρούν την ενεργειακή μετάβαση ως τον βασικό υπεύθυνο για τον ενεργειακό πληθωρισμό των τελευταίων ετών. 

Η καχυποψία αυτή ήταν και ένα από τα βασικά εργαλεία των συντηρητικών κομμάτων κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο. Από τη δική τους σκοπιά, η Πράσινη Συμφωνία και οι απότοκες διαδικασίες της πράσινης μετάβασης ήταν εκείνες που οδήγησαν στην ενεργειακή κρίση του 2021 και 2022. Κατόπιν, η αύξηση του κόστους της ενέργειας προκάλεσε την εκτίναξη του πληθωρισμού και την ύφεση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον πόλεμο στην Ουκρανία, η πολιτική αυτή διαμόρφωσε το ιδανικό κοκτέιλ δυσαρέσκειας για τους ευρωπαίους ψηφοφόρους. 

Με τις ανάγκες χρηματοδότησης για την πράσινη μετάβαση να εκτιμώνται στα 620 δις ευρώ ετησίως μέχρι το 2030, το μέλλον του σχεδίου βρίσκεται υπό σαφή αμφισβήτηση. Αν οι συντηρητικές δυνάμεις ακολουθήσουν τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις και καταφέρουν να “ακυρώσουν” την Πράσινη Συμφωνία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τότε η Ευρώπη θα έχει χάσει ουσιαστικά ολόκληρη την προηγούμενη πενταετία από άποψη επενδύσεων. Και οι επιχειρήσεις στον τομέα των ΑΠΕ θα είναι αναμφισβήτητα οι μεγαλύτεροι χαμένοι.