Παρά την αρχική αισιοδοξία, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν κατέληξαν σε συμφωνία για τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν τα κορυφαία ευρωπαϊκά αξιώματα. Οι Ευρωπαίοι πάντως, το ΕΛΚ αλλά κυρίως οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι, δίνουν την εντύπωση ότι κάνουν έναν πραγματικό αγώνα δρόμου για την διευθέτηση του θέματος μέχρι τα τέλη Ιουνίου

Και δεν οφείλεται μόνο στο αβέβαιο γεωπολιτικό περιβάλλον και τους πολέμους που πολιορκούν την Ένωση. Αλλά κυρίως φαίνεται ότι οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να προλάβουν τις πολιτικές και οικονομικές  εξελίξεις που έρχονται και αναμένεται να είναι καταιγιστικές.

Βρυξέλλες και ΕΕ κρατούν πραγματικά την ανάσα τους για το αποτέλεσμα των βουλευτών εκλογών στην Γαλλία στις 30 Ιουνίου και 6 Ιουλίου. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν προηγείται και έναντι του συνασπισμού της Αριστεράς που δημιουργήθηκε για να την απειλήσει με τους Γάλλους Ρεπουμπλικανούς αλλά και το ακροδεξιό κόμμα του Ερίκ Ζεμούρ να διεκδικούν τον ρόλο του ρυθμιστή της επόμενης ημέρας. Ενδεικτικό της κρισιμότητας της αναμέτρησης είναι ότι επιστρατεύτηκε και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολλάντ, ο οποίος ανακοίνωσε ότι θα είναι υποψήφιος βουλευτής με το νέο Λαϊκό Μέτωπο, τη σύμπραξη των κομμάτων της Αριστεράς. Σε ό,τι αφορά τα ψηφοδέλτια της ενωμένης αριστερής, σε 229 εκλογικές περιφέρειες θα κατέβει με υποψήφιους της «Ανυπότακτης Γαλλίας» του Ζαν Λυκ Μελανσόν, σε 175 με υποψήφιους του Σοσιαλιστικού κόμματος, σε 92 με υποψήφιους του κόμματος των Οικολόγων και σε 50 εκλογικές περιφέρειες με υποψήφιους του Κομμουνιστικού κόμματος.  Η παράταξη του προέδρου Μακρόν «Αναγέννηση» αποφάσισε να μην κατεβάσει υποψηφίους σε σχεδόν 60 εκλογικές περιφέρειες στηρίζοντας ουσιαστικά τους υποψηφίους της αριστερής συμμαχίας.

Μεταξύ αυτών των εκλογικών περιφερειών είναι αυτές στις οποίες κατέρχονται, με τη σημαία του νέου Λαϊκού Μετώπου της αριστεράς, ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, ο σοσιαλιστής Ολιβιέ Φορ και ο κομμουνιστής Φαμπιέν Ρουσέλ, ενώ σε αρκετές εκλογικές περιφέρειες η κυβερνητική παράταξη δηλώνει πως υποστηρίζει κεντροδεξιούς υποψήφιους.

Στον χώρο της δεξιάς, το κεντροδεξιό Ρεπουμπλικανικό κόμμα ανακοίνωσε ότι θα κατεβάσει δικούς του υποψηφίους σε περίπου 400 εκλογικές περιφέρειες, αλλά ο πρόεδρος του Eρίκ Σιοτί, την παραίτηση του οποίου ζήτησε η πλειονότητα των βουλευτών και των γερουσιαστών του κόμματος, ανακοίνωσε ότι σε τουλάχιστον 60 εκλογικές περιφέρειες θα κατεβάσει υποψηφίους υποστηριζόμενους από τον ακροδεξιό «Εθνικό Συναγερμό» της Μαρίν Λεπέν. Σημειώνεται ότι σε 330 εκλογικές περιφέρειες ανακοίνωσε ότι θα κατεβάσει υποψηφίους το άλλο ακροδεξιό κόμμα της Γαλλίας, η «Ανακατάκτηση» του Ερίκ Ζεμούρ, που στις ευρωεκλογές έλαβε σχεδόν το 5% των ψήφων. Ωστόσο η αποχώρηση της ανηψιά της Λεπέν, Μαρεσάλ Λεπέν από το κόμμα αναμένεται να στοιχίσει στον Ζεμούρ.

Νέα κρίση χρέους;

Πάντως η  Μαρίν Λεπέν έκανε άνοιγμα στους κεντρώους του Μακρόν, προσπαθώντας ταυτόχρονα να καθησυχάσει τις αγορές που παραμονεύουν. Σε συνέντευξή που παραχώρησε στην κυριακάτικη «Le Figaro» σημείωσε ότι δεν θα ζητήσει την παραίτηση του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, αν το κόμμα της κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές. «Σέβομαι τους θεσμούς, δεν ζητώ θεσμικό χάος», δήλωσε η Λεπέν και διευκρίνισε: «Θα υπάρξει απλώς συμβίωση» αν και παραμένει αβέβαιο το κατά πόσο θα μπορέσει να συγκεντρώσει την σχετική πλειοψηφία στην επόμενη γαλλική Εθνοσυνέλευση.

Οι δηλώσεις αυτές έρχονται την ώρα που η ανησυχία για μια νέα κρίση χρέους στην Ευρωζώνη έχει αρχίσει να εξαπλώνεται και πάλι στην Γηραιά Ήπειρο. Η πιθανότητα μιας πολιτικής «συγκατοίκησης» με τον Μακρόν στο προεδρικό μέγαρο Ελιζέ και τον ακροδεξιό Ζορτνάν Μπαρντελά ή κάποιο στέλεχος της  ενωμένης Αριστεράς στον πρωθυπουργικό θώκο προκαλεί ανησυχία εντός και εκτός συνόρων. Κι αυτό διότι τόσο το πολιτικό σχέδιο της Εθνικής Συσπείρωσης  της Λεπέν όσο και η αριστερή συμμαχία του Νέου Λαϊκού Μετώπου  προβλέπουν αυξήσεις στις κρατικές δαπάνες, τις οποίες είναι σχεδόν αδύνατο να αντέξει η ήδη εύθραυστη γαλλική οικονομία. Η Γαλλία διατηρεί εξαιρετικά υψηλό δείκτη χρέους προς ΑΕΠ από το 2020, όταν, λόγω κορωνοϊού, το χρέος ανήλθε σε 114,9% του ΑΕΠ της, ενώ το 2023 μειώθηκε στο 110,6% του ΑΕΠ. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει  το γαλλικό χρέος να αυξηθεί εκ νέου στο 112,4% το 2024 και στο 113,8% το 2025. Ενώ ακόμα μεγαλύτερο προβληματισμό προκαλεί το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας, που ήταν στο 5,5% το 2023 και αναμένεται να διατηρηθεί σε παρόμοια επίπεδα το 2024 και το 2025, με 5,3% και 5% αντίστοιχα. 

Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι μια επιδείνωση της γαλλικής οικονομίας θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο σύνολο της ευρωζώνης. Την ώρα που η «ατμομηχανή» της Γερμανίας έχει κατεβάσει ταχύτητες και η τρικομματική κυβέρνηση φαίνεται να έχει βρεθεί σε πολιτικό αδιέξοδο, μια πιθανή οικονομική διολίσθηση της Γαλλίας θα δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα. Σε αυτό προστίθεται και η ανησυχητική εικόνα  τη τρίτης μεγαλύτερης  οικονομίας της ευρωζώνης. Στην Ιταλία ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ  έφθασε στο 137,3% το 2023 και προβλέπεται να αυξηθεί στο 138,6% το 2024 και στο 141,7% το 2025,  ενώ το  δημοσιονομικό έλλειμμα  άγγιξε το 7,4% το 2023 και εκτιμάται ότι θα αγγίξει το 4,4% και  το 4,7% το 2024 και το 2025 αντίστοιχα.  Η Ιταλία, η πιο χρεωμένη χώρα της Ε.Ε. μετά την Ελλάδα, θα μπορούσε να είναι η επόμενη που θα βρεθεί υπό πίεση εάν οι επενδυτές αρχίσουν να μειώνουν τις θέσεις τους σε ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα. Και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί αν οι τρείς μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης μπουν ξαφνικά στο στόχαστρο των αγορών.