Ακόμα ένα εμπόδιο αναδεικνύεται ενάντια στην πράσινη μετάβαση, καθώς οι μεγάλες πετρελαϊκές οπισθοχωρούν όλο και περισσότερο από τους προηγούμενους κλιματικούς στόχους τους. Η τάση αυτή αποτελεί μία εμφανή μεταστροφή από την προηγούμενη στρατηγική, η οποία είδε αρκετούς— αλλά όχι όλους— από τους πετρελαϊκούς κολοσσούς να θέτουν φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εσόδων τους από τους υδρογονάνθρακες και τις επενδύσεις σε ΑΠΕ

Ωστόσο, τα σχέδια αυτά βρίσκονται πλέον σε φάση επανυπολογισμού ή και αντιστροφής, καθώς ένα μεγάλο μέρος των μετόχων εμφανίζεται δύσπιστο έναντι των κλιματικών στόχων.

Οι πρώτοι όμιλοι που οδηγήθηκαν σε σοβαρές αλλαγές ήταν οι BP και Shell. Η BP ανακοίνωσε την προσαρμογή των κλιματικών στόχων της προς τα κάτω, μειώνοντας τα προσδοκώμενα ποσοστά περιορισμού των εκπομπών μέχρι το 2030, από 35-40% σε 20-30%. Αντίστοιχα, η Shell ανακοίνωσε την αλλαγή των δικών της κλιματικών στόχων για το 2030, με τη μείωση των εκπομπών να πέφτει στο 15% από το 20%. Ωστόσο, αυτή η μεταστροφή δεν ήταν “αναίμακτη”: Και οι δύο εταιρείες αντιμετώπισαν ενστάσεις από τους μετόχους τους, με μία σειρά ακτιβιστικών funds να καταθέτουν αντιπροτάσεις. Μολονότι οι προτάσεις αυτές εντέλει απορρίφθηκαν, κατέδειξαν την επιθυμία ορισμένων οργανωμένων μετόχων να δουν πιο ριζοσπαστικές λύσεις όσον αφορά στους κλιματικούς στόχους των μεγάλων πετρελαϊκών.

Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, οι αμερικανικοί όμιλοι δεν χρειάστηκαν να αλλάξουν τις κλιματικές πολιτικές τους γιατί δεν τις είχαν υιοθετήσει ποτέ. Αντιθέτως, οι ενεργειακοί κολοσσοί των ΗΠΑ βρίσκονται σε φάση εξαγορών και συγχωνεύσεων, ενισχύοντας τις θέσεις τους στη διεθνή αγορά. Και με την επανεκλογή του πρώην Προέδρου Τραμπ, γνωστού λάτρη των ορυκτών καυσίμων, να φαίνεται πιο πιθανή από ποτέ, οι αμερικανικές πετρελαϊκές έχουν κάθε λόγο να αναμένουν θετικές εξελίξεις στο άμεσο μέλλον. Όταν οι ακτιβιστές μέτοχοι επιχείρησαν να ταράξουν τα νερά στις αμερικανικές αίθουσες συνεδριάσεων, οι διοικήσεις δεν δίστασαν να περάσουν στην επίθεση. Χαρακτηριστική η μήνυση της ExxonMobil κατά των Arjuna Capital και Follow This εξαιτίας της πρότασής τους για τους κλιματικούς στόχους.

Ωστόσο, τα νομικά δράματα είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία της κλιματικής πολιτικής των μεγάλων ενεργειακών ομίλων. Ο πραγματικός λόγος του κλιματικού πισωγυρίσματος είναι οι οικονομικές ανησυχίες. Αφενός, με εξαίρεση τους ακτιβιστές, αρκετοί μέτοχοι πιστεύουν ότι η ζήτηση, και επομένως τα κέρδη, για τους υδρογονάνθρακες θα παραμείνει υψηλή για τα επόμενα χρόνια όσο η ενεργειακή μετάβαση βρίσκεται ακριβώς στο στάδιο της μετάβασης. Αφετέρου, πολλοί μέτοχοι θεωρούν ότι οι πετρελαϊκοί κολοσσοί δεν μπορούν να αλλάξουν τόσο ριζικά το παραγωγικό τους μοντέλο και να στραφούν στις ΑΠΕ από τα ορυκτά καύσιμα μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, το μοναδικό— μέχρι στιγμής— επιτυχημένο παράδειγμα υιοθέτησης μίας φιλόδοξης κλιματικής πολιτικής είναι η TotalEnergies. Το μυστικό της επιτυχίας για τον γαλλικό όμιλο είναι η διαμόρφωση ενός μεικτού μοντέλου: ανάπτυξη στην αγορά των υδρογονανθράκων με έργα χαμηλών εκπομπών και επενδύσεις στην αγορά των ΑΠΕ. Παρά τις κριτικές από περιβαλλοντικές οργανώσεις, η TotalEnergies παραμένει η μόνη μεγάλη πετρελαϊκή που διατηρεί τους κλιματικούς στόχους της.

Η μεταστροφή των μεγάλων πετρελαϊκών έρχεται σε μία κρίσιμη συγκυρία για την πράσινη μετάβαση, καθώς η πολιτική αβεβαιότητα που επικρατεί σε Βόρεια Αμερική και Ευρώπη θέτει υπό αμφισβήτηση και τις κλιματικές πολιτικές των δυτικών κρατών. Μετά από λίγα χρόνια σημαντικής προόδου και υψηλών φιλοδοξιών, η δράση κατά της κλιματικής αλλαγής φαίνεται να περνά στο περιθώριο της οικονομικής και πολιτικής ατζέντας.