Μετά από δεκαετίες διαφορετικών προτεραιοτήτων, οι πρόσφατες διεθνείς συγκυρίες έχουν οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να μάχεται να καλύψει το χαμένο έδαφος στον τομέα των πρώτων υλών. Η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για τη δημιουργία μίας λίστας με υλικά στρατηγικής σημασίας αποτελεί ένα σωστό πρώτο βήμα, ωστόσο πρέπει να συνοδευτεί από ουσιώδεις αλλαγές στις παραγωγικές και εμπορικές πρακτικές της ΕΕ. 

Οι σπάνιες γαίες, μία ομάδα δεκαεπτά χημικών στοιχείων, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας, καθώς αποτελούν αναγκαίες προμήθειες για την πράσινη μετάβαση.

Το 1980, η Ευρώπη αποτελούσε έναν από τους κυρίαρχους στον τομέα των σπάνιων γαιών. Αντιθέτως, η Κίνα μόλις ξεκινούσε να ασχολείται με αυτές τις πρώτες ύλες, στρεφόμενη κυρίως σε εισαγωγές από προμηθευτές στην Αφρική. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, η εικόνα έχει αντιστραφεί πλήρως: Η Κίνα αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο στην παραγωγή σπάνιων γαιών, ελέγχοντας το 63% των εξορύξεων και το 92% της επεξεργασίας αυτών των χημικών στοιχείων. Η κυριαρχία αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά επετεύχθη χάρη στον κεντρικό πολιτικό σχεδιασμό, ο οποίος ενίσχυσε τον συγκεκριμένο τομέα οικονομικά και θεσμικά. Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη προσπαθεί να επανεκκινήσει σταδιακά την παραγωγή της.

 

Το μερίδιο της Κίνας στην εξόρυξη και επεξεργασία σπάνιων γαιών σε διεθνές επίπεδο. Πηγή: Reuters.

Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές συναντούν και εμπόδια. Το πρώτο, και ενδεχομένως κρισιμότερο, είναι οι αντιδράσεις κατά των υποδομών που απαιτούνται, λόγου χάρη ορυχεία και εργοστάσια. Η βασική αιτία για αυτές τις αρνητικές αντιδράσεις είναι οι ανησυχίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτών των υποδομών. Ακόμα και σε μία Ευρώπη με εντεινόμενες ενστάσεις εναντίον της κλιματικής πολιτικής, οι περισσότεροι ψηφοφόροι αντιστέκονται σε έργα που θα θέσουν την ποιότητα του νερού και του αέρα σε κίνδυνο στις περιοχές που κατοικούν.

Ένα δεύτερο εμπόδιο είναι η έλλειψη οικονομικών κινήτρων για τους επενδυτές. Με τα επιτόκια δανεισμού να παραμένουν υψηλά και την ΕΕ να παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες χρηματοδότησης, οι επενδυτές στην Ευρώπη δεν έχουν πολλούς λόγους να ρισκάρουν τα κεφάλαιά τους. Ειδικά όταν οι προβλέψεις για τη ζήτηση των σπάνιων γαιών παραμένουν μετριοπαθείς, με τις εμπορικές τιμές να είναι αρκετά χαμηλές. Την ίδια στιγμή, αρκετές ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν υφιστάμενες συνεργασίες με την Κίνα που τους εξασφαλίζουν φθηνές εισαγωγές των σπάνιων γαιών.

Ως εκ τούτου, μία πρόσφατη έρευνα του Reuters καταλήγει στο συμπέρασμα πως η ΕΕ δεν θα επιτύχει τους στόχους της για τις σπάνιες γαίες μέχρι το 2030. Σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο, η ΕΕ θα καταφέρει να αγγίξει μόλις έναν από τους στόχους της, ξεπερνώντας το 40% της παραγωγής μαγνητικών οξειδίων. Εντούτοις, θα μείνει αρκετά πίσω στους στόχους της για τους μόνιμους μαγνήτες και τα μαγνητικά κράματα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, με βάση τα σημερινά δεδομένα, η Ευρώπη έχει πλούσια αποθέματα σπάνιων γαιών. Εξάλλου, η σπανιότητα των σπάνιων γαιών δεν σχετίζεται με τη συχνότητά τους στη φυσική τους μορφή, όσο με τη δυσκολία εξόρυξής τους. Μία από τις περιοχές με σημαντικά πεδία αυτών των χημικών στοιχείων είναι η Σκανδιναβία. Υπάρχουν ήδη προτεινόμενα έργα σε Σουηδία και Φινλανδία, τα οποία όμως καθυστερούν εξαιτίας των προαναφερθέντων δυσκολιών. Από την άλλη, η Νορβηγία ανακοίνωσε προ ολίγων ημερών την έναρξη εξορύξεων βαθέων υδάτων στον Αρκτικό Ωκεανό, με τις σπάνιες γαίες να αποτελούν μία από τις πρώτες ύλες που θα εξορυχθούν. Το σχέδιο αυτό, όμως, ήδη αντιμετωπίζει κοινωνικές και νομικές αντιδράσεις εξαιτίας των περιβαλλοντικών ανησυχιών.