Η ραγδαία διείσδυση των ΑΠΕ έχει επιφέρει επανάσταση στις αγορές ηλεκτρισμού και έχει προκαλέσει μερική (αλλά κρίσιμη) κατάρρευση των ενεργειακών στερεοτύπων, όπως αυτά ήταν γνωστά επί πολλές δεκαετίες

Με τις αλλαγές που επιφέρει η διείσδυση των ΑΠΕ στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, τίθεται πλέον σοβαρά το ζήτηµα της ανταπόκρισης του καταναλωτή σ’ αυτή τη µεγάλη πρόκληση που ακούει στο όνοµα Μετάβαση. Είναι προφανές ότι ο τελικός αποδέκτης (και χρήστης) του συνόλου των υπηρεσιών ενέργειας είναι αυτός, προς όφελος του οποίου λειτουργούν οι αγορές και τα δίκτυα, δηλαδή ο καταναλωτής. Είναι ο σηµαντικότερος «παίκτης» στις σχετικές αγορές, καθώς οι λειτουργίες τους δεν είναι αυτοσκοπός και σε τελευταία ανάλυση είναι αυτός που πληρώνει το κόστος (και το κέρδος) της παραγωγής και της διακίνησης της ηλεκτρικής ενέργειας.

∆ίχως αµφιβολία, η ραγδαία διείσδυση των ΑΠΕ έχει επιφέρει µια επανάσταση στις αγορές ηλεκτρισµού και έχει προκαλέσει µερική (αλλά κρίσιµη) κατάρρευση των ενεργειακών στερεοτύπων, όπως αυτά ήταν γνωστά επί πολλές δεκαετίες. Σε γενικές γραµµές η διείσδυση των ΑΠΕ λειτουργεί προς όφελος του καταναλωτή, αφού εξυπηρετεί τη ζήτηση πρωταρχικά και έτσι εµποδίζει την κατανοµή των ακριβών µονάδων που σχηµατίζουν την τελική τιµή. Με άλλα λόγια, οι ΑΠΕ επιφέρουν συγκράτηση (έως και µηδενισµό ορισµένες φορές) της τιµής της χονδρεµπορικής αγοράς, µε συνακόλουθo τη µείωση τιµής της ηλεκτρικής ενέργειας στη λιανική. Να σηµειωθεί στο σηµείο αυτό ότι οι ΑΠΕ ήλθαν για να µείνουν και αποτελούν το κύριο µέσο για την εκπλήρωση της Μετάβασης σε µια εποχή που δεν θα είµαστε εξαρτηµένοι από τα ορυκτά καύσιµα, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται σε οικονοµικό, περιβαλλοντικό και γεωπολιτικό επίπεδο.

Ωστόσο, φαίνεται ότι η µείωση της ζήτησης τα τελευταία χρόνια, σε αντίθεση µε τη µεγάλη προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, θέτει πλέον, εκτός των άλλων, ζητήµατα µεταβολής της ενεργειακής συµπεριφοράς του καταναλωτή.

Η λήξη της πανδηµίας και ο ρωσοουκρανικός πόλεµος άλλαξαν υποχρεωτικά την ενεργειακή συµπεριφορά των καταναλωτών.

Επί δεκαετίες η έννοια της εξοικονόµησης ενέργειας ήταν άγνωστη σε µεγάλη µερίδα καταναλωτών. Ο Ελληνας καταναλωτής δεν πτοήθηκε διαχρονικά ούτε από προσαυξήσεις στην περίπτωση υπερκατανάλωσης ούτε και µε την οικονοµική επιβράβευση σε περίπτωση εξοικονόµησης. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο και η επί πολλά χρόνια χαµηλή τιµή της ηλεκτρικής ενέργειας και η απουσία εκείνης της ενεργειακής κουλτούρας που θα οδηγούσε στη λήψη ατοµικών µέτρων για την εξοικονόµηση.

Η λήξη της πανδηµίας και ο ρωσοουκρανικός πόλεµος µετέβαλαν υποχρεωτικά την ενεργειακή συµπεριφορά, µε αποτέλεσµα τη µείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, που εκτιµάται σε περίπου 13%-15%. Οι λόγοι είναι αρκετοί και δεν µπορεί να αναλυθούν στο παρόν. Η επελθούσα µείωση της ζήτησης σε συνδυασµό µε την υπερπροσφορά ενέργειας από ΑΠΕ, υποχρεώνει πλέον την πολιτεία να λάβει τα αναγκαία µέτρα για την αντιµετώπιση του προβλήµατος, που οδηγεί σε περικοπές της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, ήτοι σε απώλεια πράσινης ενέργειας, δεδοµένου ότι η αποθήκευση δεν µπορεί ακόµη να αποδώσει τα προσδοκώµενα. Παράλληλα, προκαλεί και προβληµατισµό στους επενδυτές των ΑΠΕ που είχαν πεισθεί ότι οι επενδύσεις τους θα ήταν αποδοτικές και για τον λόγο αυτό προέβησαν στην υλοποίησή τους.

Στο πλαίσιο αυτό, ο καταναλωτής πρέπει να προσαρµοστεί στη νέα ενεργειακή πραγµατικότητα, προκειµένου το «εργαλείο» που λέγεται ΑΠΕ να λειτουργήσει για τη δική του οικονοµική ωφέλεια. Και επειδή αυτό δεν είναι εφικτό να γίνει από µόνο του, η Πολιτεία, µέσω των αρµοδίων οργάνων της, τόσο σε κεντρικό όσο και σε αποκεντρωµένο επίπεδο, οφείλει να φροντίσει για την ενηµέρωση του καταναλωτή, ώστε να αρχίσει να µεταβάλλεται η ενεργειακή του συµπεριφορά. Για παράδειγµα, θα πρέπει να ενηµερώσει µε κάθε τρόπο σε ποια περίοδο της ηµέρας θα κατευθύνεται η αιχµιακή του κατανάλωση, ώστε να ωφελείται από τη συµµετοχή των ΑΠΕ στη χονδρεµπορική αγορά. Εποµένως, µια ορθολογική καµπάνια για την ενηµέρωση του καταναλωτή στα παραπάνω θέµατα είναι απαραίτητη και επειδή θα χρειαστεί πολύ χρόνος γι’ αυτό, θα πρέπει να αρχίσει από τώρα. Αν αυτό δεν συµβεί, ουδείς θα δικαιούται να διερωτάται γιατί οι πολίτες δεν εµπιστεύονται και αµφισβητούν τη Μετάβαση. Γιατί απλώς δεν ενηµερώθηκαν για τις ωφέλειες και τα πλεονεκτήµατά της.

 

*Ο Θόδωρος Πανάγος είναι δικηγόρος, αναπληρωτής καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος και πρώην αντιπρόεδρος στην ΡΑΕ.

(το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 30/06/2024)