Οι πολιτικές ελίτ, οι κυβερνήσεις ανά την Ευρώπη αποδοκιμάζονται σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες που έχουν διεξαχθεί το τελευταίο διάστημα. Όχι μόνο στις ευρωεκλογές, που κάποιοι κρύβονται πίσω από την δικαιολογία της «χαλαρής ψήφου», αλλά και στις εθνικές. Και εκεί  οι κυβερνήσεις κατακρημνίζονται. Από την Ολλανδία και την Πορτογαλία μέχρι την Γαλλία  και την Βρετανία (την Πέμπτη διεξάγονται εκλογές που αναμένεται να «τιμωρήσουν» την κυβέρνηση Σούνακ), οι Ευρωπαίοι απευθύνουν το ίδιο μήνυμα. Οι κυβερνήσεις έχουν πάρει λάθος κατεύθυνση. Είτε πρόκειται για την αποτυχία

της πάταξης της ακρίβειας, είτε πρόκειται γενικά για την μείωση του βιοτικού επιπέδου του μέσου πολίτη, είτε πρόκειται για την απουσία κάθε αισθήματος ασφάλειας.

Σε κάποιες περιπτώσεις οι πολίτες θα δώσουν μια ευκαιρία στην μέχρι προ τινος αξιωματική αντιπολίτευση, σε άλλες όμως θα ψηφίσουν καθαρά αντισυστημικά, είτε πρόκειται για τον Βίλντερς, είτε για την Λεπέν. Γιατί πλέον νιώθουν ότι προσπαθούν να τους επιβάλλουν μια νέα πραγματικότητα, που δεν υπάρχει το έθνος, δεν υπάρχουν σύνορα, δεν υπάρχει θρησκεία, δεν υπάρχουν παραδόσεις, δεν υπάρχει καν το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, ούτε καν το δικαίωμα της διαφορετικής άποψης. Είμαστε όλοι ίδιοι -σε λίγο θα φοράμε και τα ίδια ρούχα!- και έχουμε ίσα δικαιώματα. Πόσο βολικό είναι αυτό για κάποιους; Και πόσο άβολο για την πλειοψηφία, που καλείται να ξεχάσει τις αρχές και τις αξίες με τις οποίες γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές; 

Και όμως αυτή η πλειοψηφία, γιατί είναι η πλειοψηφία ακόμα, αντιδρά. Ξεσπά και χρησιμοποιεί την ψήφο της τιμωρητικά. Όχι δεν πιστεύουν ότι  η Λεπέν και η κάθε Λεπέν που θα βγάλει την Γαλλία από την δεινή αυτή οικονομική κατάσταση. Ούτε θα λύσει αίφνης όλα τα προβλήματα. Θέλουν όμως να μπει ένα τέλος σε αυτό τον άκρατο δικαιωματισμό που πλέον πλήττει βάναυσα τα δικαιώματα της πλειοψηφίας. Να ορθώσουν  ένα τείχος στην επικράτηση της woke ατζέντας και της ακυρωτικής κουλτούρας, που θεωρεί ότι μόνο οι μειοψηφίες έχουν δικαιώματα ακόμα και όταν αυτά αποβαίνουν εις βάρος της πλειοψηφίας. Που ασκεί λογοκρισία σε κάθε άποψη αν δεν συμβαδίζει με τους απαράβατους κανόνες της πολιτικής ορθότητας. Να βάλουν ένα τέλος στις πολιτικές ελίτ που  φωνάζουν για ειρήνη, ενώ σχεδιάζουν πόλεμο. Που αποφασίζουν πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς αυτούς για αυτούς . 

Ο προβληματισμός αυτός έχει αρχίσει να εξαπλώνεται στην Ευρώπη. Και πλέον βρίσκει πρόσφορο έδαφος και στην Ελλάδα. Οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, κ.κ Σαμαράς και Καραμανλής, έθιξαν το σοβαρό αυτό ζήτημα κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Μανώλη Κοττάκη «Οι απόρρητοι φάκελοι του Καραμανλή» που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα το βράδυ στο Πολεμικό Μουσείο. Και το γεγονός ότι καταχειροκροτήθηκαν από τους περίπου 3.500 παρευρισκόμενους δείχνει ότι πράγματι η ελληνική κοινωνία έχει αρχίσει να ανθίσταται σε αυτή την νέα ατζέντα που προσπαθούν αργά αλλά σταθερά να της επιβάλλουν. Εξάλλου το έδειξε και στην κάλπη όταν το 60% των Ελλήνων δεν μπήκε κάν στον κόπο να προσέλθει στις ευρωκάλπες. Και όχι δεν είναι επειδή επέλεξε την παραλία ή είχε πολύ ζέστη. Αυτή είναι μια πολύ εύκολη και βολική δικαιολογία. Η αποχή συνιστά ενίοτε και πολιτική πράξη. Αποτελεί έκφραση δυσαρέσκειας προς  την κυβέρνηση και όλο το πολιτικό σύστημα.  Σημαίνει ότι απλά δεν τους εκφράζει κανείς. Και όχι ό,τι κάτι «δεν επικοινωνήθηκε σωστά».

Η εκδήλωση για το βιβλίο του κ. Κοττάκη όμως ξεχώρισε και για έναν ακόμη λόγο. Για τις αναφορές όλων των συμμετεχόντων στα εξαιρετικά κρίσιμα εθνικά θέματα που μας απασχολούν αλλά και θα μας απασχολήσουν προσεχώς.  Συγκεκριμένα, ο κ. Καραμανλής απηύθυνε μια ξεκάθαρη προειδοποίηση προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη που μάλλον λίγοι κατανόησαν. Αναφερόμενος στην Τουρκία, τόνισε την ευθεία απειλή για Ελλάδα και Κύπρο, επισημαίνοντας τους κινδύνους της πολιτικής των «ήρεμων νερών»  ενώ χαρακτήρισε αδιανόητη τη σύσταση συνυποσχετικού για την Χάγη. «Πιστεύω ότι καμμιά Ελληνική Κυβέρνηση δεν θα ήταν διατεθειμένη να υποχωρήσει σε μείζονα εθνικά θέματα και να αποδεχθεί ρυθμίσεις σε βάρος των εθνικών συμφερόντων. Πρώτον, διότι αποκλείω την πιθανότητα να το επιθυμεί. Αλλά επιπρόσθετα δεν θα μπορούσε, διότι θα βρισκόταν αντιμέτωπη με την ομόθυμη και σθεναρή αντίδραση των Ελληνίδων και των Ελλήνων» είπε με νόημα. Και συνέχισε για το θέμα της προσφυγής στην Χάγη. «Είναι αδύνατη και αδιανόητη η σύναψη συνυποσχετικού που θα κρύβει τεχνηέντως και εκ του πονηρού, υπό το πρόσχημα της προσφυγής στο ΔΔ της Χάγης για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, την εκχώρηση με ασαφείς και διπλωματικά ευρηματικές διατυπώσεις, δικαιώματος στο ΔΔ να αποφανθεί περί του εύρους των χωρικών υδάτων ή ακόμα και της εδαφικής κυριαρχίας νήσων και βραχονησίδων. Είμαι κατηγορηματικός σε αυτό». Για την πολιτική των «ήρεμων νερών», που έχει κάνει σημαία το ΥΠΕΞ, προειδοποίησε ότι «υφέρπει όμως πάντα ο κίνδυνος, στο όνομα της ύφεσης, των χαμηλών τόνων και των ήρεμων νερών, να δημιουργείται σταδιακά η εντύπωση της αποδοχής της διευρυνόμενης τουρκικής ατζέντας και διεκδικήσεων, άρα βήμα-βήμα της δημιουργίας προηγούμενου. Με άλλα λόγια η δια της διαχρονικής διολίσθησης έκπτωση πάγιων εθνικών θέσεων που εδράζονται στέρεα επί του Διεθνούς Δικαίου». Σοφόν το σαφές...